Ciao Alfredo

Ενθύμιον και Εμπόδιον Λησμονιάς

ο άνθρωπος, ο πρωτοπόρος, ο καλλιτέχνης που «πάγωσε» το χρόνο μας στις καλύτερες στιγμές του, έχει από χθες το χρώμα των ονείρων μας

 

 

Ελλάδα και Λιτόχωρο, μετά τον μεγάλο σπαραγμό.

Ένας κόσμος φτωχοδιαβόλων αγωνίζεται να ξαναβρεί την ανάσα του, το βηματισμό του. Πληγές τεράστιες χαίνουν, πραγματικές και εσώτερες. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος δίνει τη θέση του σε μια φοβισμένη ειρήνη και τα διστακτικά χαμόγελα γίνονται σιγά-σιγά το γλέντι της ζωής.
Γυναίκες κατεβαίνουν στο Λάκο για να πλύνουν κι ένας πιτσιρικάς έχει χωθεί κυριολεκτικά ανάμεσα σε πέτρες και πουρνάρια για να … δεν ξέρει κι αυτός τι ακριβώς θέλει να κάνει. Οι γυναίκες περνούν από μπροστά του κι όταν περνά η τελευταία, κοριτσόπουλο, ούτε καν γυναίκα, ο πιτσιρικάς χάνει τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια του, όπως και την τελευταία φορά που την είδε από κοντά, δυο μέρες πριν. Σηκώνει μια φωτογραφική μηχανή και το πρώτο κλικ κάνει το κεφάλι της Φωτούλας να γυρίσει, το δεύτερο κλικ την «αιχμαλωτίζει» να κοιτά το φωτογράφο. Όλα τελειώνουν εκεί, με την Φωτούλα αναψοκοκκινισμένη. Κι όλα αρχίζουν εκεί κι ο πιτσιρικάς θα ζήσει όλη του τη ζωή με τη Φωτούλα, τη φωτογραφία και την Τέχνη του. Και το Λιτόχωρο αποκτά τον πρώτο του επαγγελματία φωτογράφο, σε εποχές που κι οι ερασιτέχνες ακόμα είναι σπάνιοι.

 

Αυτό το πράμα που κέρδισε τη Φωτούλα γίνεται καθημερινή δουλειά, «κουμπώνει» με το Λάκη και γρήγορα υψώνεται σε καθημερινό αγώνα, σε διαδικασία απόλυτη αυτοβελτίωσης και επιβίωσης. Χρόνος -και λεφτά- για μαθητεία δεν υπάρχει και τα βήματα πρέπει να γίνουν γρήγορα, όπως το καρτέρι στο Λάκκο: περισσότερο με το ένστικτο και την ανάγκη. Οι άνθρωποι φωτογραφίζονται σπάνια, με τα καλά τους, σε στιγμές σημαντικές ή για ανάγκες πιο σημαντικές κι ανυπέρβλητες. Σε γάμους, βαφτίσια, γλέντια, γιορτές, παρελάσεις κι επετείους, για ταυτότητες, διαβατήρια, βεβαιώσεις, πριν φύγουν για την Αμερική, για προξενιά, για τη φωτογραφία του συλλόγου, της ενορίας, των γυμναστικών επιδείξεων, του προεκλογικού λόγου, των θεμελιώσεων, των «έργων εις την ταλαίπωρον ελληνικήν περιφέρειαν»… Λεφτά δεν περισσεύουν για να γεμίζουν άλμπουμ με 36άρια. Το κάθε κλικ πρέπει να βγάζει τα λεφτά του.

 

Κι ο Λάκης φροντίζει τις σημαντικές τους στιγμές, σκηνοθετεί τον ελάχιστο χρόνο της φωτογραφικής τους αποτύπωσης, αποκτά «μάτι» κορυφαίου δημιουργού κι όλοι βάζουν μερίδιο στην ευδαιμονία του ’50 και του ’60, τις ελάχιστες στιγμές χαράς μέσα στον καθημερινό αγώνα για το μεροκάματο και την επιβίωση, ο Λάκης τις κάνει αθάνατες. Με την ποιότητα που θα ικανοποιήσει τον πελάτη και την αξία που θα τον αποτρέψει από το «Σ’ν Κατιρίν’ θα μι τ’ς έφκιαναν καλύτιρις»…

 

Κι ο ερωτευμένος πιτσιρικάς γίνεται υπηρέτης Τέχνης υψηλής, με καλλιτεχνήματα που δεν είναι αποτέλεσμα περίσκεψης, άχρηστων επαναλήψεων και δοκιμών, αλλά Τέχνης με ταχύτητες επίσης υψηλές, όπως η ταχύτητα του κλείστρου και η ταχύτητα της καθημερινότητας και αποτελέσματα που πρέπει να είναι αποδεκτά. Για το φραγκάκι, τα τέσσερα αυγά, την καθυστερημένη πληρωμή της εφημερίδας, τα τιμής ένεκεν «των επισήμων»… Μια Τέχνη καθημερινή, με θέμα, επίκεντρο και τελικό αποδέκτη τον άνθρωπο, σε εποχές που η εικόνα είναι ο νέος θεός, ο απρόσιτος.

 

Κι έτσι το καρτέρι στο Λάκο γέννησε έναν πρωτοπόρο καλλιτέχνη, χάρισε στη μικρή μας κοινότητα χιλιάδες πανέμορφα ασπρόμαυρα -αλλά κι έγχρωμα- ενσταντανέ, η Φωτούλα έγινε … Φώτο Λάκη Μουρσιώτη, το πρώτο μαγαζάκι μεγάλωσε και μεταφέρθηκε στη γνωστή γωνία και ο έρωτας ο ισόβιος γέννησε Μιχάλη και Πόπη. Κι η καλλιτεχνία του, η φύση του η καλλιτεχνική είχε και πάρεργο που και σ’ αυτό διέπρεψε, ως τροβαδούρος και κανταδόρος.

 

Ο άνθρωπος πίσω από τις σημαντικότερες αναμνήσεις μας, τις ασπρόμαυρες, ο άνθρωπος που με υπευθυνότητα κοινωνιολόγου, επιμονή ασκητή και ενθουσιασμό ερωτευμένου κατέγραψε την ζωή μας στις σημαντικότερες και πιο χαρούμενες στιγμές της για μισό αιώνα, έφυγε χθες από τον έγχρωμο κόσμο της εύκολης βαρβαρότητας για το ασπρόμαυρο βασίλειο των ονείρων μας. Ο Λάκης -Θεόδωρος- Μουρσιώτης έφυγε πλήρης σε όλα. Αλλά σιωπηλά. Συγκυρίες δύσκολες το έφεραν έτσι και είμαι σίγουρος ότι θα το δεχόταν χωρίς παράπονο, με την στωικότητα του ανθρώπου που μένει ώρες έξω στη βροχή, προστατεύοντας, όχι τον εαυτό του, αλλά δυο κάμερες και μια αποστολή πάνω από επάγγελμα και καθήκον.

 

Αυτό δεν μειώνει σε τίποτα το δικό μας χρέος. Και μόνο επειδή αρκεί το άνοιγμα ενός κουτιού κι η θέαση μικρών κομματιών χαρτιού για να «βουτήξουμε» σε εποχές μιας ανεπανάληπτης αθωότητας και απλότητας, να γλυκάνουμε χωρίς καν προσπάθεια και -παρά την επιβολή του αντίθετου- να θυμηθούμε, πρέπει αυτοί που ‘ναι επιφορτισμένοι με ανάλογο καθήκον να του αποδώσουν τιμές κι εμείς όλοι να δημιουργήσουμε το Αρχείο του. Το Αρχείο μας. Κι ένας απ’ τους πρώτους του πολιτισμού και του ανθρώπου να αποκτήσει τη θέση του.

Αν και την κατέκτησε ήδη, δεκαετίες πριν, όταν έγινε ο Αλφρέντο μας…

 

Λιτόχωρο, 8.10.16
Ο πιτσιρικάς που αντί να κάνει φου, έκανε μαμ

 14642985_10154003749758137_977244630_n                 14642985_10154003749758137_977244630_n              14642985_10154003749758137_977244630_n