Γεια σου, κυρ Μίμη

“έφυγε” ο άνθρωπος κι άφησε πίσω του μια ανεπανάληπτη φωνή

 

Δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70.

Πιθανώς, το χειμώνα του 1977-78.

Μεγάλο μέρος του το πέρασε στο Λιτόχωρο.

Η παλιά φιλία του με τον Βρόντα, τον έφερε στον τόπο κι ο τόπος του ανταπέδωσε τα δέοντα.
Το “Δελφίνι” έπαιρνε φωτιά, ο “Γιατρός” έπαιζε όπως δεν έπαιξε ποτέ ξανά, πριν και μετά.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Κάκκαλος έβγαζε δεκάωρο –και βάλε- πρόγραμμα και κατέβαινε απ’ το πάλκο χαμογελαστός, μ’ ένα “Α ρε Δημήτρη…τι τ’ς φκιάν’ς;;; πως τ’ς κουρντίζ’ έτσ’;;;”.

Τα σαββατοκύριακα και τα τριήμερα πέρασαν όλα στο Λιτόχωρο.
Ένας βαρύς χιονιάς τον κράτησε εδώ για μια βδομάδα, ίσως και παραπάνω.
– Θανάση… αν ανοίξει το μαγαζί… μπορούνε να ‘ρθούνε ή δεν είναι δυνατόν με τόσο χιόνι;”
– Μίμη, τι ρωτάς; Γιατί να ‘ρθούνε; θα ανοίξουμε για να ‘ρθούνε;
– Αν μπορούν να ‘ρθούνε… να δουλέψουμε κανονικά
– Αν ανοίξουμε… θα ‘ρθούνε σίγουρα. Πέντε χιλιόμετρα είναι κι άμα παίξετε θα έρθουν…

Και ήρθαν.
Ένα τρακτέρ άνοιξε μονοπάτι απ’ το Λιτόχωρο ως το “Δελφίνι”. Και με τόσο χιόνι δεν είχε δουλέψει μαγαζί εκείνο το σαββατοκύριακο σε όλα τα Βαλκάνια.
Η ορχήστρα ενισχύθηκε. Το 9-7 καθιερώθηκε ως ελάχιστο ωράριο λειτουργίας. Ο μπαρμπα-Κώτσιος ο Κοφίτσας, ο τότε μέγιστος των τοπικών σεφ, έβαζε κοκκινιστό στη φωτιά στη μία το ξημέρωμα και μοσχάρι σούπα στις 4 το πρωί γιατί η πελατεία ξεπερνούσε κάθε φορά όλες τις προβλέψεις. Μέσα στο καταχείμωνο. Αν είχε έρθει κι ο Κόρος, όπως το σχεδίαζε ο κυρ Μίμης, το μαγαζί θα ‘χε καεί, κυριολεκτικά… Δεν ήταν η φίρμα της Αθήνας που «πήγε επαρχία», το ζούσε και το ήθελε κι επιζητούσε το θαυμασμό και την επιβράβευση σε κάθε τραγούδι. Κυριολεκτικά σε κάθε τραγούδι. Κι όταν έμαθε και τα τοπικά… τότε όλα έγιναν ανεπανάληπτα.
Και κάθε βράδυ, ο Ζάχος χαμήλωνε το μικρόφωνο και προκαλούσε τις τζαμαρίες του μαγαζιού και τα μάτια των πελατών, ερμηνεύοντας κάθε φορά την “Βοσκοπούλα” που αγάπησε, με τρόπο που να τρίζουν οι τζαμαρίες και να χαμηλώνουν τα μάτια των πελατών… Και την άλλη μέρα, στο τηλέφωνο με την Μαρία του, κατέγραφε: “Βρε άσε τι λέει ο Βρόντας… για σένα πάλι έγινα ψαλτάκι…”

 

Ο χειμώνας βγήκε.
Η Αιδηψός περίμενε.
Ο δάσκαλος και φίλος και ομότεχνος Μανώλης Χατζημάρκος τον είχε χάσει.
Άκουσε τα του Λιτοχώρου όταν ξανασυναντήθηκαν και η ιδέα υλοποιήθηκε αμέσως. Κι έτσι η οικογένεια Χατζημάρκου έκανε τις διακοπές της στη Λεπτοκαρυά, εκείνο το καλοκαίρι.

Ο Βρόντας ανέλαβε χρέη ξεναγού.
Σ’ ένα από τα σημεία ενδιαφέροντος, οι δύο επισκέπτες δεν χόρταιναν να κοιτάνε το τοπίο στον Αϊ-Γιάννη, το ειδυλλιακό ξέφωτο, τα ρόμπολα, το ξωκλήσι. Πλησίασαν αργά-αργά, ρουφώντας ομορφιά και τη στιγμή που πέρασαν την εξώπορτα, άκουσαν από μέσα τον παπά-Γιάννη και τον αντίκρισαν στραμμένο προς την Αγία Τράπεζα να ψάλλει. Με τη συνοδεία ενός μόνο ψάλτη που κι αυτός δεν είχε αντιληφθεί τους επισκέπτες. Στην επόμενη φράση που έπρεπε να ‘ρθει απ’ το στόμα του ψάλτη, κάπως βαριεστημένα και βιαστικά, … ο Αϊ-Γιάννης γέμισε από φωνές βυζαντινές, άψογες, στιβαρές, φωνές αρχόντων πρωτοψαλτών… Ένα τυπικό ευχέλαιο χωρίς εκκλησίασμα έγινε πανηγυρική τελετή σε μητρόπολη με τέσσερις μόνο φωνές, όλα “πάγωσαν” για μερικά λεπτά, η Φύση η ίδια μ’ όλα της τα παιδιά σώπασαν και άκουγαν τον παπά-Γιάννη στο “σήκωμά” του και τους πρωτομάστορες να τον κρατούν. Κουβέντες εγκάρδιες ανταλλάχτηκαν επί τόπου κι ο Χατζημάρκος ανέβαινε καμιά φορά Κυριακή πρωί στον Αγιο-Δημήτρη να ξανακούσει τον παπά.

 

Ο κυρ-Μίμης “έφυγε” χθες, πλήρης κυριολεκτικά.
Τραγουδιστής και καλλιτέχνης πάντα, περιποιημένος και κοκέτης, σπιρτόζος και κεφάτος, σίγουρα ως και τα τελευταία του.
Μέσα στα πολλά που κατόρθωσε το ψαλτάκι απ’ τα Γιάλτρα που πήγε στο Βόλο να γίνει ψάλτης, ήταν και το ότι ήταν απ’ τους πρώτους -αν όχι ο πρώτος- που εμφανίστηκε σε ελληνική ταινία, τραγουδώντας. Κι έγινε μόδα αμέσως. Τραγούδησε παντού, σ’ όλο τον πλανήτη. «Έγραψε» δίσκους πάμπολλους. Έκανε τον Κόρο να παράγει και να μην χορταίνει που ‘χε το Ζάχο να τον τραγουδάει.

Τραγούδησε άπειρα τραγούδια.
Κι όσα τραγούδησε, από τα εντελώς παραδοσιακά ως και τα νεώτερα, ξεχωρίζουν γιατί τα τραγούδησε αυτός. Κι όσα έγιναν “κομμένα και ραμμένα πάνω του”, απ’ όσους και να τ’ ακούσεις, είναι σαν … καχεκτικά.

Απλώς γιατί δυο ίδιες φωνές δεν υπάρχουν κι αυτήν την μία την είχε αυτός.

Όταν ξυπνούσα Κυριακή πρωί, απ’ την τηλεόραση με τον ήχο στη διαπασών να γεμίζει τη γειτονιά με την “απ’ ευθείας από την Μητρόπολη Αθηνών”, ήξερα ότι με το “δι ευχών”, η κυρά Βαγγελιώ θα αναφωνήσει πανηγυρικά: “Γεια σου ρε Ζάχο… ακόμα κελαηδάς και σε φοβάται ο Χάρος!!!”.

 

Γεια σου κυρ Μίμη.

Χαιρετίσματα στον κυρ Μανώλη, στον κύριο Κόρο, στον παπά-Γιάννη και στον Βρόντα.
Θα ξαναμπώ στον Αϊ-Γιάννη σήμερα να σας ξανακούσω.