Προσωπικό

και όχι αποχαιρετιστήριο

για έναν μοναδικό που “έφυγε” νωρίς

 

 

 

 

Γνώρισα τον Τάσο όταν η μισή Θεσσαλονίκη συζητούσε και πάλευε για το τραμ και η άλλη μισή -μ’ έναν γκασμά- ξεκινούσε να ανοίξει σήραγγα για το μετρό, στο Σιντριβάνι, με χρηματοδότηση FM 100. Όταν ο Τρεμόπουλος άρχισε να κυκλοφορεί με ποδήλατο και να τρώει μόνο σταφύλια. Όταν στον “Αρμενιστή” φιλοξενήθηκε η πρώτη πανευρωπαϊκή συνάντηση νεολαίας και η ελληνική Αριστερά συναντιόταν -εντελώς αμήχανη- με οργανώσεις νέων και ομοφυλοφίλων από την Φιλανδία ως την Ιβηρική. Όταν την Εγνατία σάρωνε ο Μαλαγάνης, ανοίγοντας δρόμο για τον Ζαφειρόπουλο. Όταν το Βαρδάρης-Μπότσαρη με τα πόδια ήταν φυσιολογικό και συχνό. Τον γνώρισα επειδή ο Αλέκος, ένας από τα πολλά μεγαλύτερα αδέρφια του, δούλευε στην αποθήκη του Γεωργίου, στην Αντιγονιδών.

Τον απασχολούσε ήδη η πολιτική. Κάθε λεπτό. Σε κάθε του ανάσα. Όχι για να λέει. Όχι. Για να κάνει. Σα να συζητούσε κάτι με τον εαυτό του και λίγο μετά, να πέφτει να κάνει κάτι, ξεκινώντας με κείνο το χαμόγελο που αφόπλιζε τους πάντες και τα πάντα. Οι καιροί τότε ήταν καιροί των συζητήσεων. Των αναλύσεων, της ζύμωσης, της κριτικής, της αναθεώρησης, της διαπάλης και όλων των θεωρητικών. Κι ο Τάσος το μόνο πρακτικό χαμόγελο. Η μόνη πραγματική δύναμη.

Φαντάρος κάποια στιγμή -κι όχι στο 3ο Σώμα- “έφαγε” 15 μέρες φυλακή γιατί όλα τα ‘κανε με χαμόγελο. Είχε ξεσπάσει -τότε- ο σάλος με την κατάσταση στο ίδρυμα-κολαστήριο της Λέρου. Οι εφημερίδες γέμισαν με φρίκη, η τηλεόραση να προσπαθεί να αντεπεξέλθει στην καταγραφή του πιο σκοτεινού προσώπου της Ελλάδας. Ο Τάσος κόντευε να απολυθεί κι είχε την άδεια “αφάγωτη” για να φύγει έναν μήνα νωρίτερα και να γυρίσει να πάρει το απολυτήριο. Το καλοκαίρι έβγαζε φωτιές. “Βγήκε στην αναφορά” και ζήτησε να φύγει με την άδειά του για ένα μήνα. “Γιατί, παιδί μου;”, τον ρώτησε χαιρέκακα ο διοικητής κι ο Τάσος, μεσ’ τη χαρά, απάντησε με το χαμόγελό του: “θέλω να πάω στη Λέρο, κε διοικητά… να δουλέψω εθελοντικά στο ψυχιατρείο…” Έφυγε με τον μήνα της άδειας και 15 μέρες φυλακή από την σιγουριά του διοικητή ότι “για μπάνια” πήγαινε και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να γυρίσει με έγγραφο που να επιβεβαιώνει ότι φαντάρος πήρε “αφάγωτη” άδεια 30 ημερών για να πάει … στη Λέρο, στο ψυχιατρείο. Ο Τάσος πήγε.

Μετά χαθήκαμε. Κι όποτε σπάνια συναντιόμασταν, εκείνο το “γεια σου, δημοσιογράφε” μ’ έκανε να ντρέπομαι βαθιά που με λόγια και κουβέντες συνεχίζω να καταπιάνομαι. Και με ντροπή “ρουφούσα” εκείνο το χαμόγελο το αβίαστο, το πραγματικό. Κι όταν φορές έτρεχα σε κάποια μικρή “Λέρο” της Θεσσαλονίκης, ο Τάσος ήταν ήδη εκεί. Με την “άδεια αφάγωτη”. Χρόνια μετά, προϊστάμενος από την Αθήνα, σε μια από τις ατέλειωτες κουβέντες στον “Ερμή”, αναφώνησε αγανακτισμένος: “δεν υπάρχει ένας στη Θεσσαλονίκη να ηγηθεί της Αριστεράς;”. “Υπάρχει”, απάντησα, “αλλά δεν τον ξέρεις και όση ώρα εμείς εδώ συζητάμε, αυτός θα είχε λύσει δυο προβλήματα μόνος του”.

Στη χειρότερη στιγμή έφυγες. Το σκοτάδι θέριεψε απ’ τη σαπίλα και γέμισε τους δρόμους. Κι ούτε ένας Μαλαγάνης δεν οργώνει την Εγνατία για να ‘χει -έστω- η απόλυτη επικράτησή του, μια ρωγμή. Μια χαραμάδα.

 


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΑΞΗΣ “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΖΙ”

Πληροφορηθήκαμε με θλίψη το θάνατο του Τάσου Γλαντζή.
Αδύναμη λέξη για να περιγράψει κάποιος το τέλος της πολυετούς μάχης με τον καρκίνο, την οποία ο Τάσος έδωσε με τιτάνια δύναμη καθώς επέλεξε εξαρχής αυτό που έκανε σε όλη τη ζωή του.
Να παλέψει.
Ο Τάσος Γλαντζής ήταν ένας εμπνευσμένος εκπαιδευτικός που αγάπησε τα παιδιά και έθεσε στόχο της ζωής του να τα ενδυναμώσει ώστε να «ανακαλύψουν τη μοναδικότητά τους, τις ικανότητες και τις κλίσεις τους, τις δυνατότητες έκφρασης και επικοινωνίας, τη χαρά της δημιουργικότητας».
Υπήρξε υπέρμαχος της ομαδικής δράσης ,της ανάδειξης των ανθρώπινων αξιών, της κατανόησης του «άλλου». Ήταν μέλος συλλογικοτήτων αλληλεγγύης και αντιλαμβανόταν την ύπαρξη με ορίζουσες τη δικαιοσύνη, τις αρχές της κοινωνίας, την ισότητα, την πολιτισμική προσέγγιση της καθημερινότητας.
Το 1999 ίδρυσε το μεγάλο παιδικό φεστιβάλ “Παραθινούπολη” στην Καλαμαριά -το οποίο συνεχίζει μέχρι και σήμερα- πρώτα διευθυντής της ΣΒΟΥΡΑ, έπειτα ιδρυτής του ΚΟΠΕΡΤΙ, πέρασε από το Πειραματικό, το ΑΠΘ, τα εκπαιδευτήρια ΚΟΡΑΗΣ, το ΥUPPI, ενώ την δεκαετία του ’90 εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη το “Πιτσιλιά στο Χακί”, για τα δικαιώματα των φαντάρων,

Ο Τάσος τελικά το νίκησε το κακό. Γιατί δεν το αποδέχτηκε.

Δεν κρύφτηκε, δεν αφέθηκε στην αυτολύπηση.

Αντίθετα, σφίγγοντας τα δόντια παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια αυτού του προσωπικού αγώνα μάχιμος, πιστός στις ιδέες που τον ενέπνεαν με όρους αντίστασης και συνειδητής πολιτικής στάσης.

«Η τελευταία επιθυμία του ίδιου είναι αντί για λουλούδια, ανθοδέσμες και στεφάνια, η οικονομική ενίσχυση σε συλλογικότητες αλληλεγγύης που σχετίζονται με όσα ο Τάσος πάλεψε στη ζωή του».

Καλό ταξίδι…