Τέλος του Παιχνιδιού

του Σάμιουελ Μπέκετ

από το Θέατρο Πήγασος – σκηνοθεσία Γιώργη Μπαλιάκα, πρωταγωνιιστεί ο Χάρης Αμανατίδης – ΠΡΕΜΙΕΡΑ: Σάββατο 29 Φεβρουαρίου2020 – 21:00

 

 

 

 

 

Θεατρική Περίοδος: Άνοιξη 2020

 

 

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

του Σάμιουελ Μπέκετ

 

 

ΠΡΕΜΙΕΡΑ: Σάββατο 29 Φεβρουαρίου2020 – 21:00’

Κάθε  Σάββατο  στις  21:00’   &   Κυριακή  στις  20:00’

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Κανονικό:    8 €

Εκπτωτικό:  5 €  (*)

                                           (*): (φοιτητικό, ανέργων, ΑΜΕΑ, πολυτέκνων) & ομαδικό (πάνω από 10 άτομα).

 

Κρατήσεις θέσεων: Τηλέφωνο 23510.74371

Θέατρο ΠΗΓΑΣΟΣ:    Αγ. Αικατερίνης 16 – Κατερίνη

 

 

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: 29

ΜΑΡΤΙΟΣ:  1 / 7-8 / 14-15 / 21-22 / 29-30

ΑΠΡΙΛΙΟΣ: 4-5 / 11-12

 

 

 

Σκηνοθεσία:

Βοηθός σκηνοθέτη:

Σκηνικά/Κοστούμια:

Κατασκευή σκηνικών

Μουσική επιμέλεια:

Φωτισμοί:

Χειρισμός φώτων & ήχου:

Μακιγιάζ:

Δημιουργία  Προγράμματος/Αφίσας:

 

Γιώργης Μπαλιάκας

Σοφία Αγαθαγγελίδου

Βέτα Χαΐλατζίδου

Γιώργος Χαΐλατζίδης

Γιώργης Μπαλιάκας

Κώστας Παπουτσίδης

Κώστας Παπαδόπουλος

Όλγα Παπανάκου

Κώστας Μπαλιάκας

 

Διανομή

HAMM:

CLOV:

NAGG:

NEIL:

 

Χάρης Αμανατίδης

Άννα Γκούντα

Διονύσης Ζαρώτης

Σοφία Αγαθαγγελίδου

 

 

 

Endgame. Το απόλυτο αδιέξοδο; Ή μήπως, όπως λένε οι Γάλλοι σκακιστές, το παιχνίδι όταν πια στη σκακιέρα έχουν μείνει ελάχιστα πιόνια; Οι ήρωες αναρωτιούνται, «Γιατί να παίζουμε κάθε μέρα το ίδιο θέατρο;». Για να αποφύγουμε το τίποτα.

Οι ήρωες του έργου βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο με δυο σκουπιδοτενεκέδες, μια πολυθρόνα, την πίσω πλευρά ενός πίνακα και δύο μικρά παράθυρα ως μόνη επαφή με τον κατεστραμμένο κόσμο έξω. Ο Χαμ και ο Κλοβ επινοούν διάφορα τεχνάσματα για να μην έρθουν αντιμέτωποι με το μεγαλύτερό τους φόβο, το χρόνο. Παίζουν ένα παιχνίδι περιμένοντας το τέλος. Ο Χαμ είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Είναι το «σφυρί» (Ham-Hammer) που καρφώνει τους άλλους χαρακτήρες των οποίων τα ονόματα θυμίζουν τη λέξη «καρφί» σε διάφορες γλώσσες. Αυταρχικός κι εγωιστής, κάποτε είχε δύναμη, πλούτο και εξουσία, αλλά αρνήθηκε να βοηθήσει όσους τον είχαν ανάγκη. Ακόμη και τώρα, τυφλός και καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα, ασκεί την τυραννία του στον Κλοβ και στους γερασμένους γονείς του, Ναγκ και Νελ, που, αφότου χάσανε τα πόδια τους, είναι πεταμένοι στους σκουπιδοτενεκέδες με μόνο δεσμό τους τις αναμνήσεις, καταδικασμένοι να παίζουν την ίδια φάρσα κάθε μέρα.

Ο Κλοβ κάποτε τον αγαπούσε, τώρα όμως τον μισεί. Έχει κουραστεί να τον υπηρετεί, αλλά εξακολουθεί να το κάνει. Τού πηγαίνει αντικείμενα, κουβαλάει τη σκάλα για να δει έξω από τα παράθυρα, μετακινεί την πολυθρόνα του Χαμ, ανοίγει τους σκουπιδοτενεκέδες να δει τι κάνουν ο Ναγκ και η Νελ, κι όταν εκτελέσει όλες τις εντολές, αποσύρεται στην κουζίνα του και κοιτάζει τον τοίχο περιμένοντας κι αυτός το τέλος ή προσπαθώντας να βρει τη δύναμη να εγκαταλείψει τον Χαμ.

Ο Κλοβ κι ο Χαμ είναι αναπόσπαστα δεμένοι μεταξύ τους. Η μοναξιά είναι αυτή που τούς έχει ενώσει και εγκλωβίσει σε μια τυραννική αλληλεξάρτηση που θα ήθελαν απεγνωσμένα να σπάσουν. «Γιατί μένεις κοντά μου;» ρωτάει ο Χαμ.

ΚΛΟΒ: Γιατί με κρατάς:
ΧΑΜ:  Πού να βρω άλλον;
ΚΛΟΒ: Πού αλλού να πάω;
ΧΑΜ:  Ωστόσο μ’ αφήνεις.
ΚΛΟΒ: Προσπαθώ.

Οι δυο τους αποτελούν τις συγκρουόμενες πτυχές μιας προσωπικότητας, τις συγκρουόμενες δυνάμεις του υποσυνείδητου. Τρέμουν τη στιγμή που θα καταρρεύσουν μέσα στη σιωπή και την αβεβαιότητα που θα γεννιόταν αν έμεναν μόνοι. Η ικανότητά τους να υπάρχουν στηρίζεται σε κάποιον Άλλο, τον οποίο χρησιμοποιούν με αδιάντροπη αυτο-ικανοποίηση, σα φράγμα ενάντια στο κενό. Δεν τους ενδιαφέρει τι ακούει ή τι λέει ο Άλλος, αρκεί που εμποδίζει τη φρικτή παρείσδυση του τίποτα. Το μόνο που έχει σημασία γι’ αυτούς είναι να βρεθεί κάτι να πουν, οτιδήποτε, για να εμποδίσει τη σιωπή και την αδράνεια. Μιλώντας, διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν. Η αίσθηση, όμως, πως κάτι συμβαίνει, δημιουργείται περισσότερο από το ρυθμό και το σχήμα αυτών που λέγονται και όχι από το περιεχόμενό τους. Οι ίδιοι οι ήρωες μάς παροτρύνουν να ασχοληθούμε με τον τρόπο που μιλούν κι όχι με το νόημα που μπορεί να υπάρχει πίσω από τα λεγόμενά τους. Επαναλήψεις, διαφωνίες, φράσεις κλισέ, αποφθέγματα, ιστορίες από το παρελθόν, φανταστικές ιστορίες, αστεία, προσευχές, ακόμη και το τραγούδι επιστρατεύονται προκειμένου να συνεχιστεί το παιχνίδι.

˜   ™

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Σάμουελ Μπέκετ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, συνδέθηκε με την εμφάνιση του Θεάτρου του Παραλόγου. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1906 (πέθανε τον Δεκέμβρη του 1989), και προερχόταν από προτεσταντική ιρλανδική οικογένεια της μεσαίας τάξης. Το ιδιαίτερα πλούσιο συγγραφικό του έργο που εκφράζει τη βαθιά υπαρξιακή αγωνία αποτελείται από ποιήματα, πεζά (διηγήματα και μυθιστορήματα) και θεατρικά έργα, τα σημαντικότερα από τα οποία γράφτηκαν στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Μεταξύ αυτών τα θεατρικά «Ελευθερία», «Περιμένοντας τον Γκοντό» και «Ευτυχισμένες Μέρες» και τα μυθιστορήματα «Μολόυ», «Ο Μαλόουν πεθαίνει», ο «Ακατονόμαστος» και το «Πώς Είναι» που γράφτηκαν στα γαλλικά. Ιδιαίτερα τα θεατρικά του έδωσαν στον Μπέκετ παγκόσμια φήμη κι ένα Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1969. Το «Τέλος του Παιχνιδιού» γράφτηκε το 1956 στα γαλλικά και απορρίφθηκε από αρκετά θέατρα ως «νευρωτικό, διαποτισμένο με απόγνωση και οργή, ένας σωρός από λέξεις χωρίς δραματουργικό περιεχόμενο…».

Κι όμως, ο Μπέκετ υπονομεύει τη γλώσσα, θρυμματίζει την πλοκή και τη συνοχή των χαρακτήρων, αρνείται να δώσει λύσεις, λογικά συμπεράσματα και μηνύματα μέσα από το έργο του. Βασίζεται σε συμπαγείς εικόνες, στην επανάληψη, ακόμη και στη σιωπή για να εφεύρει μια πιο κατάλληλη γλώσσα μέσω της οποίας να εκφραστεί πληρέστερα η εμπειρία του παραλόγου.