Ξ ό δ ι

(πολύ προσωπικό και εντελώς δημόσιο)

ανέξοδο ποτέ

 

 

Τιμώ τη μνήμη σου ημέρες τρεις, μέρες εννιά την τιμώ και μέρες τεσσαράκοντα.

Και μ’ αυτή μου την αξιολόγηση θα διαφωνούσες,
ήρεμα,
μ’ ένα πραγματικό «και ποιος είμ’ εγώ να αξίζω τόσο πένθος…;»…

Επιστρέφω στα λόγια σου να μετρήσω τον ίσκιο σου, γιατί είχες.
Κι ήταν ίσκιος σωτήριος και ποσπασιά δυσεύρετη,
στον καιρό τούτον δω τον άθλιο,
τον καιρό του τέλους της εποχής πολλών και πολλών.

Κοντά ποδάρια έχει το ψέμα
και
σε συντρίμμια καταλήγει η όποια προσπάθεια άρχοντα να χτίσει πάνω σ’ αυτό,
όπως έλεγες.

 

Ναι, υπομονή θα κάνω κι αυτό που ξέρω καλύτερα, με κάθε θυσία.
Γιατί τώρα πια ο ένας που έπραττε, καθημερινά και μόνιμα,  το «αν είναι κάποιος που ξέρει να αξιολογεί, εσύ είσαι αυτός και μην επηρεάζεσαι από τίποτα και στο λέω εγώ, αν και η αξιολόγηση –καμιά φορά- δεν με συμφέρει ή με πικραίνει…», λείπει απ’ τα καθημερινά.


Λείπεις ήδη.

Κι ο πρόωρος χαμός σου–το ξέρω- θα είναι καταλύτης επιταχυντής,
διαδικασιών και εξελίξεων επίτηδες νωθρών, ύποπτα νεφελωδών, ξεκάθαρα άτιμων.

 

Είπαν πολλά.
Κούφια.
Είπαν πολλά πομπώδη και –ουσιαστικά- δεν είπαν τίποτα.
Έπνιξαν και πάλι το πραγματικό σε τόννους παρελκυστικής ογκώδους λαμπερής φιλολογίας.
Έκαναν πάλι το ανάξιο λόγου, πρώτο θέμα.

 

Τιμώ τη μνήμη σου ημέρες τρεις και εννιά μέρες την τιμώ και μέρες τεσσαράκοντα.

Τον ίσκιο σου μετρώ -γιατί είχες-,
λάθη ανθρώπινα σβήνω
και το ίδιο για μένα θα ζητήσω και για όλους όσους κάνουν λάθη,
όταν ο βίος ο εδώ τέλος λάβει αμετάκλητο.

 

Μέρες τεσσαράκοντα τον ορίζοντα θα κοιτώ στ’ όνομά σου,
αυτή τη θάλασσα μπροστά μου
κι αυτό το δέος πίσω μου
κι η ζυγαριά δεν προλαβαίνει σε μέρες τεσσαράκοντα πλευρά ν’ αλλάξει,
έστω κι αν ένα μόνο βαρίδι μείνει στο τάσι των θετικών,
μεγαλύτερο από κάθε σαρκίο και κάθε αξίωμα:
είναι ίδια κι όχι χειρότερη η θάλασσα μπροστά μου και το δέος πίσω μου, είναι ίδιος ο κόσμος μας κι όχι χειρότερος, γιατί εσύ ορθώθηκες την υστάτη κι έλυσες το γόρδιο με το σπαθί, την ώρα που άλλοι κρυβόταν πίσω από άδειες πλαστές, ανέκδοτα χημικά, ρήσεις-πατάτες δήθεν πρωτοπόρων προγόνων περί ανάπτυξης και τουρισμού, ισορροπιών εκφοβισμούς και καπηλείες αγώνων ανθρώπινων.

 

Τιμώ τη μνήμη σου όσο μπορώ και δεν μπορώ -ακόμη περισσότερο- να μπω σ’ αυτό το γελοίο καθημερινό πανηγυράκι των fake, των άθλιων, της τροφής των καπάτσηδων, την ψευτιά των –άδειοι/ηδων, των κριμάτων των κομφερανσιόπουλων.

Είσαι εδώ.

 

Για όλα τα «πρέπει».

Για όλα όσα πρέπει να διακρίνω, να κρίνω, να μεταφέρω, να μιλώ.

Μόνο αυτό κράτα: σ’ ευχαριστώ.-