Για τον Γιάννη Σ.

τον ήρωα της διπλανής πόρτας

 

 

 

Ήρθαν πάλι οι μέρες των τιμών στους ήρωές μας.

Κι έχουμε πολλούς (ήρωες).

Και μέρες επετειακές να τους θυμόμαστε και να τους τιμούμε.

Παράγει ήρωες τούτος ο τόπος και –απ΄ ότι φαίνεται- πάντα παρήγαγε και πάντα θα παράγει.

Απ΄ τους ήρωές μας πιο τυχεροί είναι αυτοί που χάθηκαν.

Στη μάχη και στον πόλεμο. Γνωστοί ή άγνωστοι.

Οι πρώτοι καταγράφηκαν ένδοξα στα βιβλία και στα ηρώα μας.

Οι δεύτεροι, μέγιστη τιμή τους επιφυλάξαμε να είναι αυτοί που φυλάνε με την ανωνυμία τους το κοινοβούλιο μας. Αυτή η υποχρέωσή μας που δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε επώνυμα για όλους αυτούς που χάθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ, έκανε το μνημείο τους να ‘ναι ότι πιο κοντινό στο σπίτι  της Δημοκρατίας μας.

Η ατέλειωτη σειρά των άγνωστων ηρώων μας χωρίζεται στα δυο.

Υπάρχουν  οι άγνωστοι που έπεσαν, σε μάχη και σε πόλεμο, σε κολαστήριο και κρεματόριο, σε υπόγειο βασανιστηρίων και ταράτσα με μοτοσυκλέτα, σε χαντάκια και θάλασσες,  «ένεκα ατύχημα, κε πρόεδρε…» και μοίρα μαύρη να ‘σαι ένας σαν την μύγα μεσ’ το γάλα της όποιας κραταιάς υπερεξουσίας.  Που έγιναν παρανάλωμα, μόνοι τους. Αυτοί που δεν επέζησαν γιατί απ’  το ΕΑΤ/ΕΣΑ ως το πιο μακρινό νοσοκομείο… είχε κίνηση κι ο δρόμος ήταν βρεγμένος. Κι ολισθηρός.  Αυτοί είναι η πρώτη υποκατηγορία των άγνωστων ηρώων μας: οι τυχεροί.

Η άλλη υποκατηγορία είναι οι άτυχοι.
Αυτοί που επέζησαν.
Που δεν έφυγαν μαζί με τους αγαπημένους συντρόφους και συμπολεμιστές τους.
Που πέρασαν τα ίδια και χειρότερα κι έζησαν να εισπράξουν τις  ακόμα μεγαλύτερες πίκρες του πολέμου σε καιρό ειρήνης. Του «περάστε αύριο δια υπόθεσίν σας»… Που ζήσανε δεκαετίες με παρέα μόνιμη και αναγκαστική την σκιά με το «ρεπουμπλικάκι» κι άλλα πολλά. Αυτοί που από πόλεμο άνισο επέζησαν για να παντρευτούν μεταξύ μεταγωγών, να μετακινούνται μόνιμα με ποδήλατο γιατί δεν μπορούσαν να βγάλουν χαρτί, ούτε για μηχανάκι…

Δεν έχουμε πολλούς της δεύτερης κατηγορίας των αγνώστων ηρώων της Ιστορίας μας.

Τιμή καμία δεν τους δόθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις.

Συνομήλικοί τους θυμούνται –όσο θυμούνται- τα έργα και τις μέρες τους κι ελάχιστοι απόλαυσαν μια χειραψία επιδοκιμασίας, ένα χαμόγελο σιωπηλού «ευχαριστώ»…

Και φεύγουν κι αυτοί χωρίς την ελάχιστη τιμή, την τιμή που αρμόζει σ’ όλους μας, ήρωες ή όχι, τυχερούς ή άτυχους. Την τιμή των τελευταίων στιγμών μας. Την αξιοπρεπή έξοδο.

Άρχισαν ήδη οι δήθεν εμπνευσμένοι λόγοι κι οι ξύλινες ανακοινώσεις κι οι σχολικές γιορτές και οι παρελάσεις αύριο και καλά άρχισαν και ακόμα καλύτερα να γίνουν και του χρόνου για να μην ξεχάσουμε τους ήρωές μας. Έστω αυτόν τον ελάχιστο αριθμό που ‘χε την τύχη να καταγραφεί επίσημα και να απολαμβάνει όλες τις τιμές.

Πως είμαστε εντάξει όμως όταν, τους άγνωστους στα επίσημα κιτάπια της Ιστορίας ήρωές μας, τους καταδικάζουμε να μην έχουν ούτε την ελάχιστη τιμή που έχουμε και πρέπει να έχουμε όλοι μας. ήρωες και μη; Πως θα στηθούμε πάλι σε λεωφόρους και πλατείες να τιμήσουμε και να κάψουμε λιβάνια και να παρελάσουμε, ενώ δίπλα, στο νοσοκομείο μας, ένας συνάνθρωπος, ένας απ’ τους μυριάδες άγνωστους ήρωές μας, δεν έχει το ελάχιστο αυτό ένα κρεββάτι και ένα γιατρό για να «φύγει» αξιοπρεπώς; Πως θα ξανακαταντήσουμε ζητιάνο τον Νικηταρά, άγνωστο τον Περρίκο,άπατρη την Μελίνα, εξόριστο και με σπασμένα πόδια τον Μίκη; Πως θα στείλουμε σπίτι του χωρίς τα ελάχιστα τον σύντροφό τους και συμπολεμιστή; Και γιατί θα το κάνουμε αυτό; Για ενός κρεβατιού τα λιγότερα έξοδα;
Την τυπική εφαρμογή ποιου νόμου και κανόνα ποιου κράτους που δεν θα ‘χαμε αν αυτός δεν ήταν ένας άγνωστος ήρωας;