Ένα Σάββατο σαν σήμερα

45 χρόνια πριν

πέντε μέρες μετά το πρξικόπημα κατά του Μακαρίου και της Δημοκρατίας στην Κύπρο, οι δικτάτορες ολοκληρώνουν την προδοσία: οι Τούρκοι εισβάλλουν και η χούντα εξασφαλίζει την επιτυχία τους, με κάθε κόστος

 

 

 

 

 

 

Ο ήλιος πράγματι ανέτειλε στις 4.47 εκείνο το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, στην Κύπρο.

Κι έτσι ξημέρωσε η τελευταία μέρα που η νεαρά Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ενιαία και αδέσμευτη, έστω στα χαρτιά.

Ο ήλιος έδυσε πράγματι στις 6.59, φέρνοντας τη νύχτα της διχοτόμησης που διαρκεί 45 χρόνια και μια μέρα ήδη…

Στις 5.20 το πρωί εκείνου του Σαββάτου σαν το σημερινό, οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής συνέχισαν πια φανερά στο φως της μέρας, αυτό που είχαν ήδη αρχίσει στο βαθύ σκοτάδι: την εισβολή. Το πρώτο μέρος του “Αττίλα”. Στις 6 το πρωί, ο Ετσεβίτ ανακοίνωσε και επίσημα αυτό που το BBC περιέγραφε πλήρως από την προηγούμενη, αλλά αρνούνταν να πιστέψει και να αντιμετωπίσει η χούντα στην Αθήνα, αν και μέρες πριν οι ξένοι τουρίστες εγκατέλειπαν το νησί με κάθε μέσο. Ακόμη και πτήσεις που είχαν οργανώσει τα κράτη προέλευσής τους την μέρα της εισβολής. Πριν το πρωινό άγγελμα του ΡΙΚ (6πμ), οι σειρήνες ήχησαν, ειδοποιώντας τους Κυπρίους για πόλεμο. Αλλά οι χουντικοί σε Ελλάδα και Κύπρο, οι ένστολοι που είχαν και το καθήκον της άμυνας, πάλι δεν έκαναν τίποτα. Οι σειρήνες ήχησαν τότε και αργότερα στην διάρκεια της μακράς μέρας, γιατί ήταν στη δικαιοδοσία της κυπριακής Αστυνομίας, πιο πιστής στον Μακάριο και την Δημοκρατία που είχαν όμως ήδη καταλυθεί. Στρατός και άμαχοι μετρούσαν ήδη δεκάδες απώλειες, ο πόλεμος μαινόταν κανονικά, αεροπλάνα καταρρίπτονταν, αλλά οι προδότες επέμεναν στο “είναι νατοϊκή άσκησις και επίδειξις δυνάμεως εκ μέρους των Τούρκων”, μην δίνοντας καν διαταγή για αμυντικά πυρά. Είχαν ήδη ξεχαρβαλώσει το σύμπαν που κι αυτό δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Στις 8 το πρωί, έβγαλαν το πρώτο ανακοινωθέν ….απλώς για να το βγάλουν. Επιστράτευση κηρύχτηκε ώρες αργότερα, αλλά ο “Αττίλας” είχε προσγειωθεί στον κάμπο μεταξύ Πενταδάκτυλου και Τροόδους, στην Μεσαορία, από Λευκωσία ως Αμμόχωστο. Ένα μικρό προγεφύρωμα είχε ήδη δημιουργηθεί έξω απ’ την Κερύνεια και τα αποβατικά προσέγγιζαν όπως τα καΐκια για τους τουρίστες. Η βόρεια ακτή δεν είχε ούτε πολυβολείο επανδρωμένο. Εκατοντάδες Κύπριοι και Έλληνες χάθηκαν εκεί μην αντέχοντας να περιμένουν την διαταγή “πυρ, νυν υπέρ πάντων ο αγών” που ούρλιαζαν οι καλοσιδερωμένοι χουνταίοι στο Καλλιμάρμαρο και πόσα άλλα στάδια…

 

06Ιολ2019 – Ιστορικοί Περίπατοι – Φάκελος Κύπρου – Β’ Μέρος

 

Στον τρίτο τόμο του Φακέλου της Κύπρου που δημοσίευσαν η Βουλή των Ελλήνων και η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορείτε να διαβάσετε τι κατέθεσαν οι ίδιοι οι Έλληνες στρατιωτικοί-στελέχη της χούντας για την εισβολή και το πως την διευκόλυναν. Οι καταθέσεις πιστοποιούν και για τις ικανότητες και για τις αντιλήψεις τους.

 

Το ασύλληπτο έγκλημα σε βάρος της Κύπρου ολοκληρωνόταν και ολοκληρώθηκε ως τον Σεπτέμβρη του 1974. Εκτός από τους πρωτεργάτες και ηγέτες της χούντας που τιμωρήθηκαν -κυρίως για την επτάχρονη δικτατορία- από τους δεκάδες Έλληνες ένστολους που διέπραξαν συνειδητή και πλήρη προδοσία, κανείς δεν τιμωρήθηκε. Οι περισσότεροι ολοκλήρωσαν σαν καλοί δημόσιοι υπάλληλοι την …καριέρα τους “με τον βαθμό του ταξιάρχου” και ολοκλήρωσαν τον βίο τους ως απόστρατοι και συνταξιούχοι… Φυσικά… η αποστρατεία με το βαθμό του ταξιάρχου είναι κατωτέρα αυτής με τον βαθμόν του υποστρατήγου. Ε και η σύνταξις, βεβαίως-βεβαίως… Απ’ τους εγκεφάλους που κατέστρεψαν την Ελλάδα και την Κύπρο για επτά χρόνια, κανείς δεν αντιμετώπισε κανένα εκτελεστικό απόσπασμα, όπως οι σημερινοί οπαδοί τους υποστηρίζουν ότι ταιριάζει στους προδότες. Έζησαν ως τα βαθιά τους γεράματα στη φυλακή, πολλοί αποφυλακίστηκαν μετά μακρά ή σύντομη ποινή, ο δε γελοιωδέστερος όλων ξεπέρασε τα 100 -αφού αποφυλακίστηκε- και υπήρξε περιζήτητος για συνεντεύξεις και παρουσιάσεις βιβλίων τηλεβιβλιοπωλών και άλλων γραφικών που συνεχίζει να δικαιώνει έμμεσα, αλλά φρικτά, η ατιμωρησία-συνώνυμο του ελληνικού κράτους και η συγγραφή της Ιστορίας μας από την μονίμως κρατούσα τάξιν (και Ασφάλειαν).

 

Η “Πατρίδα” (ενός άλλου Ιωαννίδη)

 

 


 

 

Μια Δευτέρα σαν σήμερα