Περιμένοντας την ανάσταση,

εν αναμονή της Αναστάσεως

σ’ αυτό το Πάσχα-διάλειμμα της ελαφρότητάς μας

 

 

 

 

Είδα το Χριστό χθες.

Δυο φορές.

Μία δημόσια και μία κατ’ ιδίαν.

 

Την πρώτη φορά, την δημόσια, ήταν μια βασανισμένη γυναίκα, 90χρονη, στην πιο κεντρική πλατεία.

Άπλωνε το ένα αγιασμένο χέρι της και…

Το άλλο της χέρι ήταν απασχολημένο με το μπαστούνι της.

Σε απόσταση αναπνοής περνούσε ο Πολιτικός και δεν την είδε.

Στο προσήλιο, ο Καθοδηγητής χαβαλέδιαζε και δεν την είδε.

Στην κουβέντα τους, στην ίδια πλατεία, οι Βαστάζοι, οι Απατεώνες κι οι Σοφοί, οι Γαλήνιοι, οι Γαληνότατοι κι οι Κορυφαίοι, δεν την είδαν.

Βρέθηκα μπροστά της στρίβοντας στην γωνία, πρόλαβα ν’ ακούσω ένα “δεν έχουμε να φάμε” κι ένα “παιδάκι μου” και μετά χάθηκα.

Πνίγηκα.

Βούλιαξα ολόκληρος.

Έγινα ένα με τον θυμό.

Δεν θέλησα να τον αποφύγω.

Δεν του αντιστάθηκα.

Έγινα ένα με τον θυμό μου.

Τον ρούφηξα μονορούφι να ‘χω να βγάλω ένα χρόνο.

Ως την επόμενη Ανάσταση.

Αν φτάσω ως εκεί.

 

Την δεύτερη φορά, είδα τον Χριστό κατ’ ιδίαν.

Όταν στην οθόνη μου ήρθε ένα ακόμη απ’ τα εκατοντάδες μηνύματα της πανδημίας.

Τα άγαρμπα, ακαλαίσθητα, πιασάρικα ή χιουμοριστικά μηνύματα που με έλουσαν, τόσες μέρες.
Μόνο που δεν ήταν τέτοιο, το συγκεκριμένο μήνυμα.

Κι ήταν πάλι γυναίκα ο Χριστός.

Που με ρωτούσε αν βασανίζομαι κλεισμένος στο σπίτι, με βιβλία και ταινίες, ενημέρωση και σχόλια και εξυπνάδες και ψευτοαντίδραση, αν δεν αντέχω άλλο και θέλω να βγω έξω να πάω για καφέ. Και με ρωτούσε ενώ μόλις είχε τελειώσει την βάρδια της. Με ρωτούσε με ειρωνεία και χλευασμό που μου ταιριάζουν, ενώ έβγαζε τα γάντια της κι έβαζε αντισηπτικό, την ολόσωμη φόρμα της κι έπλενε τα χέρια της με αντισηπτικό, μετά τον σκούφο και πάλι αντισηπτικό, την διάφανη μάσκα και πάλι αντισηπτικό, την πρώτη μάσκα και πάλι αντισηπτικό, την δεύτερη μάσκα και αντισηπτικό, τα ποδονάρια, τα όσα ελάχιστα κι αβέβαια όπλα προστασίας και πάλι αντισηπτικό, για να σχολάσει, να πάει σπίτι με τον φόβο παντού πάνω της ότι κουβαλά μαζί της τον κίνδυνο και τον στεγάζει στο σπίτι της και θα βλάψει τα βλαστάρια και τους αγαπημένους της, για να ξυπνήσει πάλι το πρωί, να πει “δεν τον κόλλησα και χθες” και να πάει να ξαναβάλει τα αβέβαια όπλα και να συνεχίσει αυτό που οι από πάνω λένε και είναι “πόλεμος” θανατηφόρος.

Κι έτσι είδα δυο φορές σε μια μέρα τον Χριστό.

Τον έχω δει κι άλλες φορές στη ζωή μου.

Πάμπολλες.

Και ποτέ δεν ήταν αυτό που περιγράφουν οι Τυπικοί. Οι Λάτρεις. Οι Ακόλουθοι. Οι Παραχαράκτες και Κίβδηλοι ταυτόχρονα.

Και περιμένω κι απόψε να αναστηθεί.

Κι είμαι σίγουρος ότι θα αναστηθεί.

Με την δύναμη της 90χρονης με τον ανήμπορο γιο που ζούνε έξω από κάθε κρατικό πρόγραμμα, δημόσια βοήθεια, κοινωνική αρωγή, ανθρώπινο ενδιαφέρον και αγάπη των γειτόνων τους.

Με το κουράγιο της νοσηλεύτριας που διάλεξε επάγγελμα και βρέθηκε με καθήκον καθημερινής μάχης με τον πραγματικό, ανεξερεύνητο θάνατο.

Με την δύναμη αυτή και αυτό το κουράγιο ανασταίνεται αιώνες τώρα ο Χριστός.
Αυτά τα μόνα πραγματικά απέμειναν από την κληρονομιά του πατέρα Του και τα αποτελέσματα της αποστολής Του.

Όλα γύρω Του πια είναι τηλεόραση και ό,τι σχετικό με την τηλεόραση.

Κι εξακολουθεί να ανασταίνεται.
Με την δύναμη και το κουράγιο του ανθρώπινου πόνου.

Κι εγώ να θυμώνω.

Και να γαληνεύω για δευτερόλεπτα, όταν τον βλέπω μπροστά μου, λίγο πριν την Ανάσταση ή μετά, καθημερινή και σχόλη, Πάσχα ή μια άσχετη 15 Νοεμβρίου ή Ιουνίου ή 22 Νισσάν.

Είθε μια μέρα να ‘στε γαλήνιοι, μόνιμα και πραγματικά.

Και να μην χρειάζεστε καμία συμφωνημένη σύμβαση.