Πίστη, πιστοί, ουσία, πανδημία

και τα μέσα μας Θεοφάνια

και του χρόνου καλύτερα

 

 

 

Στη διάρκεια μια πανδημίας όλα είναι παράξενα.
Πολλά είναι και πρωτόγνωρα.
Και άγνωστα, αν η αρρώστια είναι καινούρια, όπως αυτή που μας βασανίζει δέκα μήνες τώρα.
Κι όσο η ηγεσία μας, μικρή και μεγάλη, ντόπια και ευρύτερη, παραδέρνει στην αστοχία και την αναποτελεσματικότητα, τόσο πιο παράξενη γίνεται η πανδημική εποχή, τόσο πιο παράλογη φαίνεται.

Σήμερα, γιορτάσαμε και τα πανδημικά μας Θεοφάνια.
Όσο κι όπως τα γιορτάσαμε.
Κάποιοι -πολλοί, η πλειοψηφία- συνειδητά και ηθελημένα οχυρώθηκαν στο εύκολο, στο αντανακλαστικό, στον τύπο του πράγματος και όχι στην ουσία. Αυτό συμβαίνει και συνέβη κι όταν γιορτάζαμε την όποια γιορτή, άνευ πανδημίας. Μπορεί να ‘χαμε την ελευθερία να πράξουμε όλα όσα επιβάλλει η γιορτή, το έθιμο, η παράδοση, αλλά μηχανικά, χωρίς να τα νοιώθουμε. Σαν βήματα χορού χωρίς αυτοσχεδιασμό, μ’ αυτό το ανυπέρβλητο “πρέπει”, ειδικά των μικρών κοινωνιών, το τόσο εύκολα εκμεταλλεύσιμο, το τόσο καταπιεστικό, το τόσο άνετα επιβαλλόμενο από την γενική και ατομική κατάπτωση. Η πιο ισχυρή παράδοση στην Ελλάδα είναι η λατρεία και θεοποίηση του τύπου και της βιτρίνας.
Η ουσία και το βάθος των πραγμάτων, η αναζήτηση αυτών έναντι του “φαίνεσθαι”, είναι είδος εξαφανισμένο με ελάχιστη πιθανότητα ανάκαμψης. Μια δήθεν πίστη στην παράδοση γεννά άπειρα καραγκιοζιλίκια, ανεξαρτήτως γιορτής και ευκαιρίας. Τα ύδατα και η πίστη δεν έχουν σύνορα και όρια, ούτε τοποτηρητές με πραγματική εξουσία. Αρκεί ένας παπάς να αγιάσει σήμερα κι ένα καχεκτικό ρυάκι για να αγιαστεί το υδάτινο απόθεμα του πλανήτη. Αρκεί μέσα μας να νοιώσουμε την χαρά για την βάπτιση του Αμνού και την αέναη προσδοκία της Φώτισης για να ‘ναι τα Θεοφάνια μας πλήρη και αποδεκτά από Θεό και ανθρώπους.
Απ’ την άλλη, ηγέτης που την μια πίστη σέβεται ως τον παροξυσμό και την άλλη καταδιώκει με κάθε και σε κάθε ευκαιρία, μόνο την πανδημία δεν μάχεται και μόνο από την πανδημία δεν κινδυνεύει. Το κακό είναι ότι η αιώνια πλειοψηφία των τυπικών σπεύδουν να συνταχθούν μ’ αυτόν τον ηγέτη στα εύκολα και τον ίδιο να προσπεράσουν ως ανύπαρκτο, όταν η εντολή του τους χαλά τον τύπο. Ουσία όμως και πάλι πουθενά.

Με σκέψεις τέτοιες πέρασα την μέρα μου, με αναμνήσεις Θεοφανίων σε κρύες σκοπιές στο βορρά και με την προσμονή ότι η αποψινή “Μανταλένα” κι ο κόσμος που καταγράφηκε ασπρόμαυρος στο φιλμ, ζει ακόμα μέσα μου γιατί έτυχε να προλάβω να τον ζήσω, να γεννηθώ μέσα του.
Τις άλλες Μανταλένες, τα αγοραία καραγκιοζιλίκια του κάθε τυπικού, το απαρέγκλιτο του απροβλημάτιστου φανατικού, τον τρελαμένο που αντικαθιστά τον παπά και προσέρχεται να ρίξει τον Σταυρό ο ίδιος, τον άλλο που εξαργυρώνει σε ανάξια τα πανάξια που δήθεν τον κινητοποιούν, τον ξεπουλημένο παπά που ξεκινά τις ευχές απ΄ αυτές προς τον όμιλο που τον διατηρεί στο οφίτσιό του, τους έσβησε απ’ την όρασή μου ένα κείμενο προφητικό, συντοπίτη που περισσότερα από μένα πιστεύει, περισσότερα ζει, περισσότερα τον προβληματίζουν. Περισσότερα, όχι περισσότεροι…

Καλή Φώτιση.

Κατά μόνας και συνολικά.

Καθημερινά και όχι άπαξ του έτους.

 

Apostolis Gasdogas

Θεοφάνεια 2014.

3 January 2014  ·   ·

Παράδοση: Βίωμα ή Πρόζα;

Παραμονές Θεοφανείων λοιπόν και φυσικά το έθιμο των σίχνων αρχίζει να δεσπόζει σε κάθε συζήτηση που γίνεται στο Λιτόχωρο…

Σήμερα τελέστηκε η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών των Θεοφανείων. Όπως κάθε χρόνο μετά την ακολουθία (παλιότερα κατά την διάρκειά της, σύμφωνα με μαρτυρίες) «δένονται οι σταυροί». Πρόκειται ουσιαστικά για την διαδικασία “σύνθεσης” των σίχνων. Μια διαδικασία ιερή που σιγά σιγά ξεχνιέται…

Οι σταυροί, αυτοί οι τόσο ιδιαίτεροι σταυροί που τοποθετούνται στις κορυφές των σίχνων είναι ένας θησαυρός ανεκτίμητος. Κεντημένοι με φλουριά και εγχάρακτες αφιερώσεις στους αγίους στους οποίους είναι αφιερωμένοι οι ναοί και τα εξωκλήσια του Λιτοχώρου. Οι παλαιότεροι εξ αυτών χρονολογούνται, σύμφωνα με τις επιγραφές τους, την δεκαετία του 1840 και είναι αφιερωμένοι στην Παναγία, στον Άγιο Δημήτριο και στους Αγίους Αποστόλους ενώ οι πιο πρόσφατοι χρονολογούνται την δεκαετία του 1910.

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος βρέθηκα στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου για να βοηθήσω τον νεωκόρο και φίλο Βαγγέλη Γερολιόλιο, ένα ικανό και άξιο θεματοφύλακα της θρησκευτικής παράδοσης του τόπου μας, στο δέσιμο των σταυρών. Μια διαδικασία θα έλεγε κανείς μυσταγωγική, σε έναν ναό τόσο κατανυκτικό που κάθε του σπιθαμή έχει να σου διηγηθεί και μια ιστορία. Σε αυτό το ταίριασμα διαφορετικών αντικειμένων διαπιστώνεις ότι κάθε σημαία έχει την δική της υφή, κάθε ιστός τα δικά του σημάδια και κάθε σταυρός το δικό του δέος. Μέσα σε αυτή την τόσο ήρεμη και όμορφη ατμόσφαιρα συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να χάνεται. Ο επιβλητικός ναός γεμάτος με ψηλά χρωματιστά λάβαρα σου γεννά σκέψεις, εγείρει συναισθήματα, ζωντανεύει αναμνήσεις, προκαλεί προσδοκίες. Όλα αυτά κάτω από το πέπλο της νοερής προσευχής που γαληνεύει το νου και ζεσταίνει την καρδιά. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είσαι κι εσύ μέρος της παράδοσης. Γιατί η παράδοση όσο πιστά κι αν καταγραφεί, όσο κι αν διαβαστεί όσο κι αν αναπαραχθεί, δεν θα διασωθεί ποτέ αν δεν την βιώσουμε.

Το έθιμο των σίχνων δεν είναι μια πομπή προς τον Ενιπέα που ξεχωρίζει από τα πανύψηλα λάβαρα και το ιδιόρρυθμο μέλος του «Κύριε Ελέησον», που ακόμη και καθηγητές βυζαντινής μουσικής διστάζουν να αναλύσουν. Το έθιμο αυτό δεν είναι μια υποχρέωση που πρέπει να βγει. Έχει αρχή και τέλος και φυσικά είναι δύο σημεία που δεν ορίζονται την ημέρα των Θεοφανείων αλλά πριν και μετά από αυτήν…

Αρνούμαι να αποδεχθώ ότι έχουμε φτιάξει μια κοινωνία τόσο αδιάφορη, τόσο νυσταγμένη, τόσο απόμακρη από την ιστορία της. Η παράδοση έμαθε να κρύβεται καλά. Και το κρησφύγετό της δεν είναι τα βιβλία, είναι τα μάτια όσων την βιώνουν καθημερινά. Και όσο δεν εκμεταλλευόμαστε αυτούς τους ανθρώπους, τα έθιμα που τόσο συχνά επικαλούμαστε και η παράδοση που τόσο πολύ υπερασπιζόμαστε δεν θα πάψουν να είναι ένα πολύ κακοστημένο θέατρο…

Από την άλλη βέβαια, μπορεί να κάνω και λάθος…!