Μια πρωτομηνιά

απ' τις πολλές που "είδε"

σαν τις πολλές που είδαμε

 

 

 

στο Θάνο, τον μόνο που θα τον κλάψει…

 

 

Ένας που γεννήθηκε λεύτερος και μετά πολλά χρόνια ελευθερίας σκλαβώθηκε στην χειρότερη σκλαβιά που μόνο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί και να δημιουργήσει, λευτερώνεται αυτή την ώρα, πρωτομηνιά στα μισά του 2021, για να μπει στον τελευταίο και τον επόμενο κύκλο της ζωής που θα τον ξαναφέρει στο μηδέν του κυρίαρχου χημικού στοιχείου του πλανήτη τούτου και του σύμπαντος, τον άνθρακα.

“Είδε” -λένε- πολλά, είδε την απελευθέρωσή μας του ’12-’13 και την άλλη του ’44, αλλά και του ’74, αν και άλλες απελευθερώσεις ξεχνάνε κι άλλες θυμούνται, όπως κάνουν όσοι θυμούνται κατά τα μέτρα τους, όχι κατά τα μέτρα του, δηλαδή με δεκαετίες κι όχι με αιώνες… “Είδε” στρατιές να διαλύονται και στρατιές να συγκεντρώνονται να πάνε σε μέρη άγνωστα της Μικρασίας και φαντάρους να γυρνάνε στρατηγοί και ν’ ακουμπάνε στο σώμα αναστενάζοντας βαθιά, πριν μπούνε στο ξωκλήσι να ευχαριστήσουν για το θαύμα και να βάλουν τάμα. “Είδε” τα μεγαλεία μας και τις κατάντιες μας, σ΄ αυτόν τον αέναο κύκλο αναγεννήσεων και ανορθώσεων και κατάπτωσης και ξεφτίλας, αυτού του κόσμου που του έλαχε όταν χέρι κληρικού ή πιστού τον έθαψε -σπόρο ακόμη- να βλαστήσει και να γίνει σημάδι ορίου ανεξίτηλο και αιωνόβιο, σε καιρούς που μιναρέδες δεν είχαμε, αλλά ο δυνάστης κατείχε τα πάντα και άλλαζε τα όρια της μεγαλοψυχίας του, ανάλογα με τα καπρίτσια των ραγιάδων, πολύ πριν ξαναπιάσουν την επανάσταση και τον ανήφορο. Κι αυτή την επανάσταση την “είδε”… και την πρώτη και την δεύτερη και την τρίτη, όλες τις “είδε” κι όλες τις παρακολούθησε με κείνη την αμετακίνητη βεβαιότητα του αιωνόβιου, κόντρα στις εφήμερες υπερβολές των άσχετων με τον χρόνο. “Είδε” πρόσφυγες πολλές φορές, από πολεμοκαμένες μακρινές περιοχές ή σεισμοπαθείς κοντινότερες, από καταστροφές άδολες ή παράλογες.

“Είδε” παιδιά να παίζουν το πρωί, το μεσημέρι να ψάχνουν φαγητό, μεσ’ την πείνα και το σκοτάδι, τα “είδε” πάλι το βράδυ να ψάχνουν κρυμμένα σημειώματα, αετόπουλα πεινασμένα που έκαναν τα κλαδιά του και τις κουφάλες του οχυρό κι αντίσταση. “Είδε” γάμους και βαφτίσεις και κηδείες και όλο τον κύκλο των πρόσκαιρων που του χάρισαν την ζωή και προδιέγραψαν την σκλαβιά του, επιλέγοντάς τον για όριο. Όριο που κάποτε ήταν απόλυτο μα χαλαρό και άγραφο, του ήθους και του πρόσωπου κι όχι κάγκελα και τσιμέντα. Όσοι τον θυμούνται μισό αιώνα πριν, όσοι έπαιξαν τότε στον ίσκιο του, είδαν στον περιορισμό του τον δικό τους περιορισμό απ’ τα σύμβολα της προόδου, της ανάπτυξης και του θριάμβου του Εγώ κι όλων των συνοδευτικών του, σε βάρος του παρωχημένου Εμείς και των όσων παρωχημένων συνεχίζει να περιέχει.

“Είδε” ταπεινούς ποιητές να περνάνε και να ξαποσταίνουν και θρασείς αναγνώστες να τον κάνουν ψεύτικη βιτρίνα δήθεν κατανόησης. “Είδε” ναυτικούς να τον αγγίζουν να πάρουν λίγη σιγουριά της στεριάς μαζί τους στην απέραντη αβεβαιότητα της θάλασσας και ξενιτεμένους να μπήγουν τα νύχια τους βαθιά στο σώμα του, να κρατηθούν να μην κλάψουν, να σκλαβώσουν λίγη απ’ την ευωδιά του, να την πάρουν μαζί τους σε τόπους που δεν κουνιέται φύλλο απ’ τον κάματο και την γραμμή παραγωγής. Και την μοναξιά, την αποξένωση. “Είδε” ερωτευμένους και ένοχους να κρύβονται, παπάδες και βλογάνε, να τυραννιούνται για τον Άνθρωπο, αλλά και να τον κλέβουν… “Είδε” καλύτερα από όποιον άλλο, απελπισμένους να λυτρώνονται στα κλαδιά του, στο απονενοημένο και προς κανέναν διάβημα, την ώρα που οι πολλοί έπιναν καφέ ή έπεφταν για ύπνο… “Είδε” φίλους κι αδέρφια φτερωτά και ευκίνητα τετράποδα να ‘ναι παρέα του καθημερινή, αιώνα μετά τον αιώνα, να τον κάνουν σπίτι τους και βεράντα τους. “Είδε” τον ορίζοντα να κλείνει και τα θηρία να τον κυκλώνουν, γειτόνους που μετά 500 χρόνια δεν αντέχανε … τα φύλλα του, επιγόνους προγόνων που τραγούδησαν την χάρη και την δροσιά του. Την λεβεντιά και την δύναμή του. Επιγόνους που ξέκοψαν ήδη από κάθε φυσικό και λογικό και πορεύονται ακάθεκτα και ταχύτατα στο να χαράξουν όρια μεγαλύτερα στον παραλογισμό των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου ή του Τιτανικού, ίδια κι απαράλλαχτα, όπως μόνο οι πρόσκαιροι μπορούν.

“Είδε” τον άνεμο που θα τον λύτρωνε να ‘ρχεται και δεν μπορούσε να φοβηθεί γιατί αυτό υπήρχε μέσα του από σπόρος ακόμα, εντολή γονιδιακή… κι έτσι ράγισε μόνο, αφού τα έργα μας ακύρωσαν -χωρίς να τον ρωτήσουν- την τελευταία του, καθορισμένη απ’ τη φύση του, έξοδο: να γείρει και να σπάσει κι έτσι, με ήχο και πάταγο τρομακτικό να πει στους πρόσκαιρους το τελευταίο χρήσιμο: τίποτα δεν κρατάει για πάντα και όταν πέφτει ο δυνατός, μεγάλος είναι ο πάταγος και το δέος που γεννά στους πρόσκαιρους, σ’ αυτή την ξαφνική υπενθύμιση των αιώνιων -σαν την Φύση και την Ζωή- που θέλουν να ξεχνούν, να παρακάμπτουν, να αγνοούν, καμιά πενήντα χρόνια τώρα.

Λένε όλοι ότι “είδε” πολλά.

Τον αποχαιρετώ λέγοντας ξανά “δεν είδατε τίποτα” κι όμως πλανάστε ότι τα είδατε όλα. Και αναλόγως να υπάρχετε και να χάνεστε: αθόρυβα.-