Φυσικά και υπάρχει

...δεν τον είδατε;

Αποκλειστικές και εξακριβωμένες πληροφορίες. Έχετε τα μάτια σας ανοιχτά. Και υπάρχει και θα ‘ρθει. Αλλά ..χωρίς ραντεβού.

agiovasilis

 

 

στη Δημητρούλα μας

 

 

 

Χειμώνας 1970-71. Λιτόχωρο. Χριστούγεννα. Με χιόνι και καμινάδες που καπνίζουν, όχι γιατί έτσι επιβάλλει η ανάγκη για ειδυλλιακό, κατά Hollywood, γιορτινό σκηνικό, αλλά… γιατί έτσι ήταν τότε τα πράματα. Το χιόνι έξω ήταν «ένα μπόι» γιατί … γιατί έτσι ήταν τότε: χιόνιζε και χιόνιζε πολύ…
Καίγαμε σόμπες, με ξύλα ή με πετρέλαιο, κάποια σπίτια ναι, είχαν ακόμη τζάκι, λίγα είχαν πανάκριβες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, πολλά ήταν πέτρινα, φροντισμένα ή με τα σημάδια του χρόνου πάνω τους, πολλά μικρά και φτωχικά, αλλά όλα-μα όλα ήταν φωτεινά στο εσωτερικό τους και γεμάτα ανθρώπους. Μύριζαν πράσο και χοιρινό, μελομακάρονα, κουραμπιέ, «κόκοτα» και δάσος. Τα περισσότερα χριστουγεννιάτικα δέντρα που καμάρωναν στη γωνιά κάτω από κιλά βαμβάκι του φαρμακείου, ήταν φυσικά δεντράκια. Λίγα και ακριβότερα ήταν τα πλαστικά. Ζαλισμένοι ήμασταν απ’ όλες αυτές τις μυρωδιές οι πιτσιρικάδες, μπουκώναμε τα πάντα σε κάθε ευκαιρία, ούτε χιόνια, ούτε δύναμη καμία μπορούσε να μας σταματήσει απ’ το πούμε παντού τα κάλαντα για τα φραγκοδίφραγκα, αλλά και τα πενηντόλεπτα και τις δεκάρες που συνεπάγονταν. Και γελούσαμε. Όλα τα σπίτια αντηχούσαν ανθρώπινο γέλιο και όσα ήταν σιωπηλά κι αυτά ήταν γεμάτα κόσμο γιατί όποιος χαιρόταν, αυτόματα, σαν από μια αντανακλαστική ενοχή αυτοτροφοδοτούμενη, «δάγκωνε τη γλώσσα του» και στο μυαλό του αμέσως ξεπρόβαλε ο γείτονας που «έχει τα σαράντα» του τάδε μονάκριβου, που έμεινε από χρήμα για λόγο αναπάντεχο, που έχει άνθρωπο άρρωστο, που, που, που, … και λες και ήταν με πρόγραμμα συντονισμένο, όλοι οι γείτονες θα περνούσαν να πούνε μια κουβέντα, να πάνε στο πιάτο το τυλιγμένο με πετσέτα άσπρη ένα καλούδι, «για το καλό». Για να πούνε εκείνο το υπέροχο «άει… σταμάτα τώρα, θα πειράσ’ κι αυτό…». Είτε αδιάβατοι απ’ το χιόνι, είτε τσιμεντένιοι, είτε παλιό καλντερίμι, διασχίζονταν οι δρόμοι για να φέρουν κοντά, όχι για να ‘ναι σύνορα…

Κοιτώντας πίσω, λέμε ότι είμαστε τότε φτωχοί. Μπορεί και να ΄μασταν. Σίγουρα, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, ψυγεία, τηλεοράσεις, ανάγκες και προβλήματα είχαμε λιγότερα. Κι ήταν τότε, σε κείνη την εποχή που είδα τον Αγιοβασίλη. Με τα μάτια μου. Βράδυ, μες το χιόνι. Στα κόκκινα. Με το τσουβάλι του γεμάτο χαρά. Είδα τις πατημασιές του στο χιόνι και –ώσπου έλιωσε Φλεβάρη μήνα- τσεκάριζα κάθε πρωί ότι είναι εκεί κι ο μπάρμπα-Γιάννης που να τολμήσει να το φκιαρίσει, με τη θεία Κούλα να τσιουρίζ’ «ας’ του, του θέλ’ του πιδί…». Γιατί ήταν εξαιτίας της τελικά που τα μάτια μου άνοιξαν εκείνο το βράδυ σαν πηγάδι και ρούφηξαν την απίστευτη εικόνα του Αγιοβασίλη: νοίκιαζε σπίτι σε στρατιωτικό κι ο στρατός έντυσε έναν φαντάρο, γέμισε ένα τσουβάλι δώρα και … και την σωστή ώρα, τα φώτα χαμήλωσαν, η τεράστια ξύλινη πόρτα άνοιξε, μια σκιά πήγε στο δέντρο, έβγαλε απ το τσουβάλι κάτι, το απίθωσε δίπλα στο έλατο (ή μάλλον κέδρο) και γλύστρησε έξω στα γρήγορα. Η σκηνοθεσία περιελάμβανε ψίθυρους και οδηγίες για σιωπή και μετά εκείνο το «τρέξε να τον προλάβεις» και το φώς στην αυλή άναψε ίσα-ίσα για να δω την ασπροκόκκινη φιγούρα, σα σε όνειρο, λίγο πριν εξαφανιστεί στη νύχτα και το χιόνι. Κι έκτοτε, πιστεύω στον Αγιοβασίλη. Ο χρόνος που μεσολάβησε κι όλα τα αποτελέσματά του φυσικά και με έπεισαν -και το ξέρω- ότι Αγιοβασίλης δεν υπάρχει. Κι όσο το ξέρω, άλλο τόσο πιστεύω στην ιδέα του. Δεν τον ξανάδα. Κι όσο μοναδική και ανεπανάληπτη ήταν η συνάντησή μας, παρά τις χιλιάδες απατηλές εμφανίσεις του έκτοτε σε πλατείες και γιορτές, τόσο περισσότερο πιστεύω στην ιδέα του Αγιοβασίλη. Απαντώ με άνεση στην ερώτηση, με τη σιγουριά του ενήλικου και του πραγματιστή. Και μέσα μου λέω «να δεις που ποτέ δεν θα με ρωτήσουν αν πιστεύω στ’ ανύπαρκτα»… Ποτέ ως τώρα.

Υπάρχει ο Αγιοβασίλης. Και χάνεται κατά περιόδους και επανεμφανίζεται, ίσως ανάλογα με το αν ήμασταν καλά παιδιά το χρόνο που πέρασε. Και –δυστυχώς- μπορούμε να τον δούμε μόνο ως παιδιά. Και την ιδέα του να την πιστέψουμε μόνο ως μεγάλοι. Αλλά, αυτός είναι εκεί και υπάρχει. Ανεξάρτητα απ’ το πόσο καλά παιδιά είμαστε, ανεξάρτητα απ’ τη φτώχεια ή τον πλούτο μας. Ήμασταν φτωχοί και υπήρχε, πλουτίσαμε και άντε τώρα να πείσεις πιτσιρικά ότι υπάρχει. Αν κι έχει ένα δωμάτιο και μια αποθήκη γεμάτα παιχνίδια και δώρα του. Αν κι η «σκηνοθεσία» για την έλευσή του στις μέρες μας φτάνει ακόμα και σε ακρότητες, από απελπισμένους γονείς με χριστουγεννιάτικο άγχος και εορταστική ανεπάρκεια. Υπάρχει. Και θα υπάρχει όσο υπάρχουν πιτσιρικάδες με μάτια-πηγάδι και ενήλικες που κατανοούν την παντοδυναμία των ιδεών. Ειδικά σε μια περίοδο … εξαφάνισης των ιδεών, λόγω φτώχειας, άνωθεν αυταρχικότητας και κάτωθεν νωθρότητας, λόγω θολής εποχής και … κακού καιρού. Καθ’ ότι … Αγιοβασίλης με καλοκαιρία γίνεται… μόνο στην Αυστραλία, αλλά κι εκεί καλοκαιρία δεν έχουν.
Υπάρχει, αλλά δεν τον βλέπουν πια. Παρά τα ειδικά εφέ που τον εμφανίζουν σε δισεκατομμύρια οθόνες τέτοιες μέρες, παρά τις ευρηματικές εφαρμογές που τον εκμεταλλεύονται –όπως τις ιδέες-, παρά την ανάγκη να τον δούνε. Από ιδέα που ενσωματώνει ό,τι θετικότερο και ανθρώπινο, επιζεί ως κατά συνθήκη ψέμα. Και πληθωρίζουν το τσουβάλι του – κόντρα στις διαθέσεις του- και το φορτώνουν παράλογες επιθυμίες, παραλογισμένων ανθρώπων, που τα περισσότερα αυτοκίνητα, τηλέφωνα, ψυγεία και τηλεοράσεις δεν τους έλυσαν κανένα πρόβλημα. Ίσα-ίσα τους φόρτωσαν πολλά χειρότερα προβλήματα. Κι άντε τώρα να βρεις δωμάτιο να χωρέσεις τα δώρα του Αγιοβασίλη, μπας και το εκτιμήσει ο πιτσιρικάς… Μπας και πιστέψει.

Δεν είναι το δώρο που επαληθεύει τον άγιο, ούτε η σκηνοθεσία. Ούτε ο πλούτος, ούτε η φτώχεια. Είναι η σχέση προσπάθειας και αποτελέσματος. Και με τι συνδέονται οι ιδέες. Κι οι ιδέες που κινητοποίησαν πολλούς για να υπάρξει αποτέλεσμα για τους πολλούς και χωρίς … ανταλλακτική αξία και πρόσκαιρο εμπορικό κέρδος, δεν μπορεί παρά να είναι ανίκητες. Και το πιστεύω αυτό, όπως πιστεύω και στον Αγιοβασίλη. Και τον βλέπω κάθε χρόνο. Όπως ακριβώς τότε, παλιά. Και κάθε χρόνο, ίδιο είναι το δώρο του και το φυλάω μέχρι να λιώσει. Και να το ξαναδεχτώ την επόμενη χρονιά και πάλι μέχρι να λιώσει και να το ξαναπάρω. Κι είναι το καλύτερο δώρο του κόσμου. Για την Ιστορία, το πακέτο με το όνομά μου, τότε το ’71, περιείχε ένα ζευγάρι κάλτσες κι ένα σαπούνι. Και δώρο σαν κι αυτό δεν πήρα καλύτερο. Ποτέ. Κι εκτιμώ όλα τα δώρα που μου έκαναν. Όλα. Και κορυφαία στον κατάλογο παραμένουν ένα ζευγάρι κάλτσες κι ένα σαπούνι. Που λιώνουν κι ανανεώνονται τέτοιες μέρες, περισσότερα από 40 χρόνια τώρα…

Καλές Γιορτές. Χρόνια Καλύτερα. Καλά Κουράγια. Κι άλλο κακό να μη μας βρει. Με τη βοήθεια του Αγιοβασίλη. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα πράξουμε και να τα νοιώσουμε εμείς.-

 

Οδηγίες για ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΖΩΗ