Να ξανάρθετε, κε Πρόεδρε

και συνδημότη μας

για τον καλύτερο καιρό θα φροντίσουμε εμείς

   Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,

με μεγάλη χαρά σας υποδεχτήκαμε την ημέρα του σημαντικότερου εορτασμού του μικρού μας τόπου και με ακόμη μεγαλύτερη ακούσαμε τα λόγια που μας απευθύνατε και για την Επανάσταση του Ολύμπου και για τα -μακροχρόνια- “ανοιχτά” εθνικά μας ζητήματα. Λόγια πολύτιμα και σοφά και γιατί τα ζητήματα αυτά διανύουν οξύτατη φάση και καθοριστική για το μέλλον του τόπου μας.
Και είναι ειλικρινής η ομολογία αυτή, για τη χαρά με την οποία σας υποδεχτήκαμε, γιατί -πέρα από το σεβασμό προς το πρόσωπο του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα- η πλειοψηφία των Ελλήνων κι εμείς εδώ, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του Προκόπη Παυλόπουλου, άνδρα πολιτικό ικανό να φέρει το βάρος του καθήκοντος στο οποίο αναδείχτηκε δημοκρατικά, σώφρονα, με την ανάλογη κατάρτιση και το ήθος και -το κυριότερο- αποτελεσματικό υπερασπιστή της Δημοκρατίας που ορκίστηκε να υπηρετεί.

Θα θέλαμε να μπορούσαμε να δείξουμε τα αισθήματα που κυριάρχησαν μέσα μας, να τα εκφράσουμε με πλατύτερα χαμόγελα, να μην καθρεφτίζεται στα πρόσωπά μας η “συννεφιά” που ίσως διακρίνατε. Πολλοί κατάφεραν και καταφέρνουν να την κρύβουν, σε περιστάσεις επίσημα σημαντικές, όπως η συγκεκριμένη, κε Πρόεδρε.

Όχι ο γράφων. Όταν η κλίμακα η γεωγραφική μικραίνει, οι ευθύνες του όποιου καθήκοντος αναδεικνύονται πιο συγκεκριμένες από ποτέ. Ειδικά όσων επέλεξαν το καθήκον της πληροφόρησης. Αρχόμενων και αρχόντων. Όσων ζούνε με καθημερινό καθήκον την καταγραφή της πραγματικότητας. Και στους μικρούς τόπους -το γνωρίζετε, σίγουρα-, οι ευθύνες είναι αναπόδραστες και καθοριστικές.

Μίκρυνε το χαμόγελό μας, κε Πρόεδρε. Γιατί τον ανώτατο άρχοντα που μας τίμησε με την παρουσία του και τα σοφά του λόγια, υποχρεωθήκαμε να τον υποδεχτεί ο τοπικός μας άρχοντας, ο δημοκρατικά εκλεγμένος μεν, αντιδημοκρατικά άρχων δε. Ως νομικός με εξειδίκευση στον πιο πολιτικό κλάδο της ανώτατης αυτής επιστήμης, κατανοείτε την τραγωδία που μπορεί να δημιουργήσει ο εκλεγμένος που σφετερίζεται την ψήφο και αυθαιρετεί, επιβάλλει, προσβάλει και καταρρακώνει ό,τι η Δημοκρατία και τα πολιτικά ήθη επιβάλλουν. Που προσβάλλει και βρίζει υφισταμένους του, όχι αιρετούς, αλλά υπαλλήλους. Που διχάζει και αδικεί. Με τη βοήθεια φιλόδοξων ομοϊδεατών του, καλοπληρωμένων φίλων και κομματικών συντρόφων που σιωπούν για να μην … κακοχαρακτηριστεί η παράταξή τους. Σίγουρα κατανοείτε και την ανάγκη της ομοψυχίας μεταξύ των Ελλήνων. Ειδικά σε μέρες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης και με τα εθνικά θέματα να συγκλίνουν σε αποφασιστική καμπή και με τον πλανήτη σε μέγιστη αναστάτωση.

Η μετριότητά μου διάλεξε να πράξει το ελάχιστο καθήκον και να καταγράψει ελάχιστα την παρουσία σας στον μικρό μας τόπο. Για να μην γίνει όχημα τούτο δω το τοπικό Μέσο να δανειστεί ο σφετεριστής, λάμψη του άξιου πολιτικού άνδρα και μάλιστα του ανώτατου άρχοντα τούτης της χώρας.

Οι ώρες πριν την άφιξή σας έγιναν αφορμή να δείξει ο μη ικανός μία ακόμη φορά το αληθινό πρόσωπό του. Κι έγινε αυτό μια ακόμα σταγόνα που ξεχείλισε απ’ το ποτήρι της συσσωρευμένης πικρίας μας. Δεν ήταν το ψιλόβροχο που κράτησε μακριά κόσμο που πλημμύριζε το Λιτόχωρο για τη γιορτή.

Ο κόσμος συνέρρεε με θερμοκρασίες υπό του μηδενός, με χιόνι και παγωνιά, οι μαθητές μας έχουν παρελάσει με ίδιες συνθήκες και κανείς δεν παραπονέθηκε. Άλλο τους κράτησε μακριά.

Κι αυτή η απουσία στεριώνει τη σιγουριά μας ότι την επόμενη φορά, στην επόμενη επέτειο ή και την πιο καθημερινή μέρα μας, θα ‘χει λιακάδα. Θα πράξουμε τα δέοντα. Και μόνοι και μετά πολλών.

Ολόψυχα σας νοιώθουμε συνδημότη και με χίλια χέρια σας παραδώσαμε τα κλειδιά του μικρού μας τόπου. Και καλύτερο θα τον κάνουμε, μαθαίνοντας απ’ τα λάθη μας, μια για πάντα, τώρα που έφτασαν σε επίπεδο απαράδεκτης τραγωδίας. Και τώρα που είστε συνδημότης μας, πρέπει να ξέρετε τα του Δήμου μας. Και τα καλά και τα κακά που ακόμα μένουν εντός των ορίων του Δήμου, κατ’ ένα πολύ παράξενο τρόπο….

Σας ευχαριστούμε για την τιμή.
Με το καλό να σας υποδεχθούμε ξανά, σύντομα.

ΥΓ: κε Πρόεδρε, το Ηρώο στο οποίο καταθέσατε στεφάνι τιμής στους πεσόντες όλων των αγώνων μας, μετατρέπεται κάθε χρόνο σε σκηνικό μιας μακάβριας και απαράδεκτης αναβίωσης των εμφυλίων παθών που οι πολιτικοί μας ηγέτες προσπάθησαν να κατευνάσουν με τον οικουμενικό νόμο περί άρσης των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου. Το μίσος και το εμφύλιο πάθος αναβιώνει αδιάλειπτα, από ανθρώπους που ορκίστηκαν πίστη στο Σύνταγμα και ανέλαβαν το καθήκον της εφαρμογής των νόμων, της υπεράσπισης της χώρας μας. Συνέχισαν να οργανώνουν και να πραγματοποιούν το …”μνημόσυνο”-γιορτή μίσους και μετά την εφαρμογή του 1863/1989. Ούτε την μετέπειτα ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού μας Συμβουλίου να μην τους παραχωρεί τον ιερό χώρο για τις ανάγκες της ετήσιας παράνοιας, σεβάστηκαν ποτέ. Και εξακολουθούν να ασχημονούν, με την ανοχή όλων των υπευθύνων, σε διοικητικό και πολιτικό επίπεδο. Η σημερινή δημαρχία, όχι το σύνολο του Δημοτικού Συμβουλίου, άτυπα και προκλητικά, παραβιάζοντας τους νόμους μας, δήλωσε προχθές ότι “δεν θα λύσει αυτή το πρόβλημα του Εμφυλίου”. Πέρυσι, οι διοργανωτές ανακοίνωσαν -στη διάρκεια της γιορτής μίσους- ότι θα δημιουργήσουν το δικό τους μνημείο για να τιμούν τους νεκρούς τους, όπως πράττει η άλλη πλευρά, των αντιστασιακών οργανώσεων. Δεν το τήρησαν.

Κε Πρόεδρε, κουραστήκαμε να βλέπουμε αυτούς που τους επιβλήθηκε για δεκαετίες η “νομιμότητα” και η τιμωρία των νικητών να επιδιώκουν την μέγιστη δυνατή νομιμότητα, ενώ οι οπαδοί και ομοϊδεάτες των νικητών παραβιάζουν τους νόμους που ανέλαβαν να τηρούν, χωρίς κανένα λόγο, τρέφοντας το μίσος, προσβάλλοντας το Ηρώο μας, αν όχι κι άλλα πολλά σημαντικά.

Δεν μπορούμε περισσότερη καταχνιά, κε Πρόεδρε.