Νέα δεν έχω να σου πω,

μόνο χειρότερα είναι όλα, αλλά όχι νέα

ένα χρόνο μετά

 

 

Ησύχασε.

Δεν πρόκειται κανένα κτίριο να αποκτήσει τ’ όνομά σου.

Τους ξέρεις.

Σε κανονικούς καιρούς θα ήταν μόνο θεατές και όποτε τολμούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους να πούνε άποψη, η σφαλιάρα θα ‘πεφτε σύννεφο.

Τώρα, μεσ’ το χαμό, έγιναν κοτζαμπάσηδες και βιτρινάτοι και τολμάνε τις μεγαλοστομίες.

Μια ώρα μετά κι οι ίδιοι τις έχουν ξεχάσει.

Στο λέω, ησύχασε.

Καμία ασχήμια δεν μπορεί να σ’ ακουμπήσει και δεν θα την τολμήσουν.

Λόγια ήταν.

Τζάμπα λόγια.

Πέρασαν και πάνε.

Έτσι πορευόμαστε.

Πολλά περνάνε και πάνε.

Και συνεχίζουμε.

Χωρίς σκοπό, χωρίς πορεία, χωρίς προορισμό.

Μη με ρωτάς να στο περιγράψω.

Χάλια.

Χάλια γενικώς.

Και τίποτα δεν προχωράει.
Μόνο η σήψη, οι δημιουργοί κι οι διεκπεραιωτές της.

Έλεγα ότι τα χειρότερα ήταν όσα πρόλαβες, αλλά κι όσα δεν πρόλαβες ακόμα χειρότερα είναι. Το ξεφτιλίκι έφτασε να ‘ναι σαν την παλικαριά των Κολοκοτρωναίων, σαν την αυταπάρνηση της Σουλιώτισσας. Σαν αρετή. Σαν Νο1 προσόν στο βιογραφικό.

Κόλπο και καμάντζο παντού.

Ξεφτιλίζονται για 50 ευρώ.

Ξεπουλιούνται για 500.

Κι όχι μόνο οι λαϊκοί.

Κι οι αιρετοί.

Και τα παραφερνάλια.

Κι οι ακόλουθοι να δεις ξεφτιλίκια.

Παραίτηση;

Όχι.
Καμιά.

Κανείς τους.

Είναι 20 χρόνια κατσικωμένοι στο καθήκον το εθελοντικό και πάνε για τα πενήντα και τον αιώνα.

Λες κι αν λείψουν θα χαθούμε σαν την πιτυρίδα στα δέκα μποφόρ.
Με την αναίδεια του “για σας τα κάνουμε”.

Με την υποκρισία του “φανελάκια αλλάζουμε, ιδρώνουμε στην “προσπάθεια για προσφορά”.

Με το θράσος του “αφού δεν πήρε κανείς ως τώρα τη σανίδα…. αντέχουν ακόμα, σκίστε τους”.

Μπορεί να υπερβάλλω.

Μπορεί.

Μπορεί να υπερβάλλω τώρα και σε μια βδομάδα να ‘μαι δικαιωμένος, όπως έλεγες.

Αλλά … μεταξύ μας, από βδομάδα σε βδομάδα καμία δικαίωση πια δεν είναι ικανοποιητική.

Μη με ρωτάς γιατί.

Για ένα απ’ αυτά που λέγαμε παλιά.

Γιατί πάλι δεν είναι όρος το αληθινό, το πολιτικό. Δεν κρίνονται τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά ξανά με την μετάθεση του ενός και τα χίλια χαρτιά που θα φέρει ο άλλος, μετράνε τα πάντα.

Και χαραμάδα πουθενά.

Όχι.

Ούτε από κει.

Ούτε καν.

 

Αλλά, μην αγωνιάς, κανείς και τίποτα δεν τόλμησε να συνδεθεί με σένα, να πουλήσει “συνέχεια”.

Αν θα συνεχιστεί, δεν ξέρω… Καλύτερο δεν περιμένω και τα χειρότερα είναι πιο πιθανά κι απ’ το που βγαίνει ο ήλιος το πρωί. Όλα τα περιμένω πια. Όλα.

Κι έχω κουραστεί.

 

Τα δικά μου;;;

Τώρα, μάλιστα…
Τι να σου πω;

Είχαμε τίποτα να περιμένουμε;

Τίποτα καλό, εννοώ.

Όχι.

Οπότε όλα μια χαρά.
Με μικρή επιδείνωση.

Τις προάλλες, ένας που πέρυσι δεν ήξερε ότι υπάρχει USB2 και USB3, ένας που δεν ξέρει καν πότε μια είδηση είναι πλήρης, ένας που μια ζωή άλλες δουλειές έκανε, που πήρε μια κάμερα κι “άνοιξε” μια σελίδα και χρίστηκε Δημοσιογράφος με το δου κεφαλαίο, μου είπε (κατηγορηματικά, όχι αστεία….) …”θα σε λιώσω …στη δημοσιογραφία”…

Κάτι κατάφερα, ξέρεις… Να μην “παίρνω φωτιά”, μετράω ως το 100. Και είπα μέσα μου ότι άλλο σπρώξιμο δεν χρειάζεται αυτός που τρέφεται δυο μήνες με αφυδατωμένες σούπες και νοιώθει σίγουρος ότι στον τρίτο μήνα θα γίνει αστροναύτης.

Και έχυσα λίγο απ’ τον καφέ, χοή για σένα.

Και το αξεπέραστο “απ’ το κεφάλι βρωμάει”.

Και κείνη την κίνηση του χεριού που ήταν “ως εδώ και μη παρέκει” και “ψυχραιμία” και “δεν θα περάσει” μαζί.

Όλα με μια κίνηση.
Όπως μπορούν μόνο οι καλοί παίκτες…

 

Σε φιλώ.

Ιωάννης Βρόντας του Αθανασίου και της Ευαγγελίας.