Οι ιστορίες των φίλων

και των γιορτών

(για να γεμίσουν οι κάλτσες στο τζάκι της ΕτΟ – Χρόνια Πολλά σ΄ όλους σας)

 

 

 

 

 

 

Η ΕτΟ ζήτησε από φίλους αναγνώστες της να γράψουν τις δικές τους μικρές, γιορτινές, ιστορίες.

Για να τις μοιραστούν μαζί μας.

Για να θυμηθούμε την παλιά ανθρώπινη συνήθεια των παραμυθιών που γινόταν ακόμη πιο παραμυθένια, τις τελευταίες κρύες νύχτες του Δεκέμβρη, ως τις αλκυονίδες του Γενάρη.

Οι πρώτοι δύο έστειλαν ήδη τις μικρές τους ιστορίες και …ιδού!!!

Κι ως την Πρωτοχρονιά θα συμπληρώσουμε με τις υπόλοιπες.

Καλές Γιορτές.
Καλά Χριστούγεννα.

Καλή Πρωτοχρονιά.

Χρόνια Πολλά και Καλά.

Έτσι… για αλλαγή.

ΥΓ: φιλιά στα παιδιά κι αν θελήσετε να στείλετε και την δική σας ιστορία… είναι εκ των προτέρων καλοδεχούμενη. Το e-mail και το Fb το ξέρετε. Κι αν ΔΕΝ το ξέρετε… υπάρχουν στο κάτω μέρος της σελίδας.-

 

Το χριστουγεννιάτικο όνειρο του “κου Εγγλέζου”

της Aire Puro

 

Είχε αργήσει.
Πάλι θα τον περίμεναν.
Θα τον πείραζαν με τα γνωστά αστεία περί αίσθησης του χρόνου.
Εγγλέζος, όπως πάντα, θα έλεγαν και θα γελούσαν ανταλλάσσοντας βλέμματα κατανόησης.
Κατηφόρισε με γρήγορο βήμα το μικρό πλακόστρωτο στενάκι. Το σπίτι στην άκρη του δρόμου ήταν φωτισμένο. Πλησίασε. Μπορούσε να ακούσει τα γέλια τους και τις φωνές τους. Στο βάθος ήχοι μουσικής. Μάλλον τα παλιά αγαπημένα ιταλικά τραγούδια του πατέρα του. Στάθηκε για λίγο έξω από τη μικρή ξύλινη σκαλιστή πόρτα. Με το χέρι άγγιξε το μπρούτζινο χερούλι. Στα δεξιά του, από το μεγάλο παράθυρο, μέσα από τη λευκή δαντελένια κουρτίνα διέκρινε την αδερφή του να στολίζει το τραπέζι με πιατέλες που άχνιζαν. Επέστρεφε κάθε λίγο χαμογελαστή από την κουζίνα και άφηνε κάτι προσεχτικά. Το στόμα της ανοιγόκλεινε στο σκοπό. Ο πατέρας καθισμένος στο θρόνο του, δηλαδή στη βελούδινη πράσινη πολυθρόνα του, διάβαζε, όπως πάντα φωναχτά, ένα άρθρο της Il Mattino. Η θεία του πιο δίπλα τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Το δέντρο με τα αναρίθμητα στολίδια και τους κόκκινους φιόγκους αναβόσβηνε σηκώνοντας περήφανο το βάρος του.

Ξαφνικά η πόρτα έτριξε ανοίγοντας και είδε να ξεπροβάλλει το κεφάλι της αδερφής του.

-Τι λες; Θα μας κάνεις την τιμή ή θα κάθεσαι εδώ μόνος σου;

Της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο και της χάιδεψε το κεφάλι. Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά, κρεμάστηκε πάνω του και τον τράβηξε μέσα.

Ο πατέρας του πετάχτηκε σαν ελατήριο να τον αγκαλιάσει και η μάνα του βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα. Τράβηξε την ποδιά της και την πέταξε σε μια καρέκλα. Έπεσε κι αυτή στην αγκαλιά του. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό του και τον κοίταξε δακρυσμένη.

-Τόσο πολύ άργησα μάνα; Της έσκασε ένα φιλί.

Εκείνη γέλασε και είπε ένα σκέτο “όχι, παιδάκι μου”. Ένα σύννεφο πέρασε από τα μάτια της και χάθηκε.

Στο τζάκι έκαιγε ένα μεγάλο κούτσουρο όταν κάθισαν γύρω από το τραπέζι. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Τους μιλούσε για τη δουλειά του, για την ερευνητική ομάδα που ανέλαβε πρόσφατα επικεφαλής, για το τελευταίο ταξίδι του στην Αγγλία. Τα νέα επαγγελματικά του σχέδια τους ενθουσίαζαν. Τον παρακαλούσαν για λεπτομέρειες. Η μικρή του αδερφή ρουφούσε την κάθε του λέξη. Απολάμβανε την παρέα τους, τη ζεστασιά του σπιτιού, τις φωνές και τα γέλια τους, που τόσο του είχαν λείψει. Το φαγητό ήταν σκέτη απόλαυση. Πέθαινε με εκείνες τις μυρωδιές. Το ραγού που η μάνα του μαγείρευε υπομονετικά για πέντε ώρες. Κεφτέδες, μοσχάρι, λουκάνικα, χοιρινό. Όλα βυθισμένα στη σάλτσα μέσα στη βαθιά μαρμίτα της. Η αγαπημένη του, απλή αλλά νόστιμη ναπολιτάνα με παπαρδέλες, το ζεστό κυψελωτό, προζυμένιο ψωμί, που ζύμωνε πάντα η ίδια, για την απαραίτητη scarpetta*. Όλα ήταν εκεί. Ακόμα και η torta de la Nonna που λάτρευε από παιδί. Αν η μάνα του έφτιαχνε ποτέ τη δική της σημαία, σίγουρα πάνω της θα ανέμιζαν κατσαρόλες και τηγάνια.

Ήταν πια για αυτόν μια σχεδόν μαγική στιγμή ευτυχίας. Η μητέρα του έσκυψε στο πλάι και ακούμπησε στο μπράτσο του πατέρα ζητώντας του να τραγουδήσει το αγαπημένο της Malafemmena. Εκείνος, τη φίλησε τρυφερά στα μαλλιά και αφού δρόσισε με μια γενναία γουλιά κρασί το λαιμό του, ξεκίνησε να τραγουδάει.

Η συγκίνηση ήταν διάχυτη στο γιορτινό οικογενειακό τραπέζι, όταν ξαφνικά άρχισε να τον περικυκλώνει μια απροσδιόριστη μυρωδιά υγρασίας. Προσπάθησε να καταλάβει από πού ερχόταν. Μια υγρασία κολλώδης  που σταδιακά τύλιγε το σώμα του από τα πόδια προς τα πάνω σα ζελατίνη. Κοίταξε γύρω του. Τα αγαπημένα του πρόσωπα έμοιαζαν να διαλύονται, να μουτζουρώνονται. Σα ζωγραφιά που κάποιος την άφησε στη βροχή. Η φωνή του πατέρα του ακουγόταν τώρα παραμορφωμένη, απομακρυνόταν. Σηκώθηκε έντρομος. Ήθελε να φωνάξει αλλά τα χείλη του παρέμεναν κλειστά. Προχωρούσε ανάποδα. Λες και κρατούσε ένα νοητό σχοινί που τον τραβούσε προς τα πίσω και προς τα κάτω, έβλεπε τα πάντα να υποχωρούν σε ένα σκούρο γκρι σύννεφο ομίχλης. Για μια στιγμή, μέσα του όλα έμοιαζαν να φεύγουν αλλά και να έρχονται.

Και τότε άνοιξε τα μάτια του.
Γρήγορα τα ξανάκλεισε και τα ξανάνοιξε.
Ένας μεγάλος αδέσποτος σκύλος του έγλειφε το χέρι.
Το χαρτόκουτο και οι εφημερίδες ήταν νοτισμένα από τη βροχή και τα ρούχα του μούσκεμα.
Έφερε τα χέρια του στο πρόσωπο και έτριψε με δύναμη τα μακριά του γένια.
Σηκώθηκε να τραβήξει τα πράγματά του προς το υπόστεγο.
Στάθηκε μπροστά από τη μικρή ξύλινη πόρτα και κοίταξε τα πόδια του.
Τα παπούτσια του είχαν πάλι διαλυθεί, έπρεπε να βρει σπάγγο.

*scarpetta: Η «παπάρα», η «βούτα» στα ναπολιτάνικα.

 

 

 

 

 

 


 

 

 

Χριστούγεννα

του “ὑποτακτικού”

 

—Πῶς τά  ζεῖς γέροντά μου τά Χριστούγεννα; τί νιώθεις;

—Ἀνεκλάλητη χαρά. Ἄν καταλάβεις τί σημαίνει ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ στή γῆ, ἡ χαρά δέν ἔχει μέτρο, οὔτε καί περιγράφεται.

—Καί τί σημαίνει αὐτός ὁ ἐρχομός;

—Ἀναγέννηση, σωτηρία!

—Ναί μά ἐγώ τόσον καιρό στό πλάϊ σου, γιατί δέν μπορῶ νά νιώσω τό ἴδιο;

—Εἶσαι ἀκόμη πολύ ἀπασχολημένος νά στολίζεις δέντρα καί μπαλκόνια, γι᾽ αὐτό, εἶπε χαμογελῶντας συνωμοτικά. Ὅσο περισσότερα λαμπιόνια τόσο λιγότερο Φῶς Θεοῦ.

—Ὑπάρχει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γέροντα; Δέν εἶναι σχῆμα λόγου; Μεταφορά;

—Τί ρωτᾶς βρέ ἀθεόφοβε; Ἕλα Χριστέ καί Παναγιά! Κι ὕστερα ἀναρωτιέσαι γιατί δέν νιώθεις χαρά τά Χριστούγεννα!

 

Ἔνιωσα λιγάκι ἄβολα, μά συνέχισα:

—Ἄρα μοῦ λές ὅτι γιά νά νιώσω χαρά τά Χριστούγεννα, τήν δική σου χαρά, πρέπει πρῶτα νά δῶ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ;

—Τώρα ἐσύ πᾶς ὅλα νά τά ἐκλογικεύσεις, νά τά καταλάβεις μέ τό μυαλό σου, νά τά ταξινομήσεις αἰτιοκρατικά. Δέν πάει ἔτσι τό πρᾶγμα.

—Καί πῶς πάει τό πρᾶγμα; Πῶς νά καταλάβω δηλαδή ὅσα μοῦ λές;

—Χωρίς νά θέτεις προαπαιτούμενα καί περιττούς ἀντιλόγους, χωρίς πολλές σκέψεις καί ἀτέρμονες συλλογισμούς, χωρίς ἑορταστικούς καταναγκασμούς, μέ παιδική προσμονή γιά τό ὑπέρλογο, ὅπως κάποτε καρτεροῦσες τόν Αη Βασίλη ἀπό τήν καπνοδόχο. Αὐτό γιά τό ὁποῖο μιλοῦμε, τό φῶς καί ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ, ξεπερνάει ὅ,τι ξέρεις καί δέν ξέρεις, κι ἐμφανίζεται στόν καθένα ἄν καί ὅταν κρίνει ὁ Θεός ὅτι εἶναι ὥρα. ?Ομως κάποτε καί σέ κάποιους ἐμφανίζεται. Γι᾽ αὐτό μπορῶ νά σέ διαβεβαιώσω. Ἐκτός κι ἄν δέν μοὔχεις ἐμπιστοσύνη…

—Σοὔχω, πῶς δέν σοὔχω, ἀλλά…

—Ἔ ἄφησε τά ἀλλά τώρα καί κάνε αὐτό πού σοῦ λέω! Κι ἅμα θές κάνε καί καμιά προσφορά στόν πάσχοντα συνάνθρωπο, μέρες πού εἶναι, ἄναψε καί κανά κερί στήν ἐκκλησία, νήστεψε λίγες μέρες γιά χάρη τοῦ ἐρχόμενου Χριστοῦ, κι ἐδῶ εἴμαστε.

—Δηλαδή ἄν τά κάνω ὅλα αὐτά θά  νιώσω τήν ἀνεκλάλητη χαρά σου; Κι ἔπειτα τί εἶναι αὐτό τό καινούριο; ‘Eρχόμενος Χριστός. Δέν ἦλθε ὁ Χριστός;

—Κι ἐπειδή ἦλθε μιά φορά δέν μπορεῖ νά ξανάρθει; ἀντέτεινε καγχάζοντας καί συνέχισε: Θά σταθῶ ὅμως στό πρῶτο ἐρώτημά σου. Κάντα ἐσύ ὅλα αὐτά πού εἴπαμε, στεῖλε δηλαδή τό μήνυμα στό Θεό ὅτι ἐδῶ εἶσαι, ὅτι Τόν λογαριάζεις, ὅτι Τόν πιστεύεις κι ἀρχίζεις νά τσιμπιέσαι ἀπό τά πρῶτα ἐρωτοσκιρτήματα, καί κάτσε νά δεῖς τί θά γίνει. Μήν τό ἐκβιάζεις, ἀλλά κράτα τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου ἀνοιχτή στό ἐνδεχόμενο, στήν ἔκπληξη!

 

Ὅπως πάντα, μέ κάθε ἀπάντηση, γεννιόταν ἀπό τήν συζήτησή μας δυό τρία καινούρια ἐρωτήματα, μέ ἀποτέλεσμα νά χάνω τόν εἱρμό τῆς σκέψης μου καί νά πελαγοδρομῶ. Πῆρα τήν διαβεβαίωση ὅτι αὐτό εἶναι κάτι πολύ καλό κι ἔμεινα νά τόν κοιτάω σάν χάνος, μιάς καί δέν καταλάβαινα πῶς, ἄς ποῦμε, ἐρωτεύεται κανείς τόν Θεό.

— Βρέ ἄνθρωπε, συνέχισε ἐκεῖνος, γιά νά τά πάρουμε ἕνα ἕνα τά πράγματα, πές μου! Καί ποῦ ἦλθε ὁ Χριστός, καί πού ἔγινε ἄνθρωπος καί πού σταυρώθηκε, καί πού ἀναστήθηκε, ὁ κόσμος σώθηκε;

—Εεεε, δέν τό βλέπω, ἀπάντησα.

—Ἄρα ἄν αὐτός εἶναι ὁ σκοπός του, νά σώσει τόν κόσμο, ὅπως ἔλεγε, δέν θἄπρεπε νά ξανάλθει καί νά ξανάρχεται στόν αἰῶνα τόν ἅπαντα;

—Ἔτσι πού τό θέτεις, ἀκούγεται λογικό. Ἀλλά δέν ξανάρθε…

—Αὐτό τό λές ἐσύ, ἐπειδή δέν ξανάρθε σέ σένα. Ξέρεις ἄν ἦρθε σέ μένα;

—εεεε….

—Τί εεεε, εὐλογημένε; Ἄν δέν ἦρθε σέ μένα ἐσύ τί δουλειά ἔχεις τώρα μαζί μου; Ἐκδούλευση δέν θές, νά τοῦ ζητήσω νά ἔλθει καί σέ σένα κάποια στιγμή;

—Πολύ ὠμά τό θέτεις…

—Καί τί θέλεις, νά στό ψήσω καί νά στό τυλίξω σέ λαδόκολα;

—Ἔ μά, ρουσφέτια καί στά πνευματικά;

—Σ᾽ αὐτά κυρίως… ἀπάντησε ξεσπῶντας σέ τρανταχτά γέλια.

—…………..

—……………

 

—Δηλαδή, ξανάπιασα δειλά τό νῆμα τῆς συζήτησης, τοὔχεις ζητήσει νἄλθει καί σέ μένα;

—χαχαχα, βέβαια! Tοὖπα τί καλό παιδί εἶσαι κι ἀπό τί τζάκι κρατάει ἡ φαμίλια σου. Δέν λειτουργεῖ ἔτσι τό πρᾶγμα βρε!

—Ἀλλά πῶς λειτουργεῖ;

—Πήγαινε τά Χριστούγεννα νά λειτουργηθεῖς πρῶτα, ἀπ᾽ τά χαράματα, ἀπό ὄρθρου βαθέως, καί τά ξαναλέμε ἄλλη ὥρα. Νά κοινωνήσεις κιόλας, ἀκοῦς;

—Ναί ἀλλά μέ ἀφήνεις μέ ἀπορίες κι ἐγώ χάνω τόν ὕπνο μου μέ κάτι τέτοια.

—Χατζημπελᾶς εἶσαι ἐσύ, τό ξέρεις;

—Μοῦ τὄχεις ξαναπεῖ.

—Ὡραῖα! Καί τί θές τώρα γιά νά μήν χάσεις τόν ὕπνο σου;

—Νά μοῦ πεῖς τοὐλάχιστον πῶς βρίσκουμε τή σωτηρία λόγῳ τῶν Χριστουγέννων.

—Νά σοῦ λύσω καλύτερα τά ἑλληνοτουρκικά;

—Μήν μέ πειράζεις γέροντα!

—Ἔ μά ἐσύ θές νά πᾶς ἀμέσως στόν τρῖτο οὐρανό καί νομίζεις ὅτι ἔχω ἤδη τά εἰσιτήρια γιά κεῖ. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, δύο κουβέντες θά σοῦ πῶ, γιατί ἐσύ μπορεῖ νά μοῦ τό κρατήσεις καί μανιάτικο, ἄν σέ ξεπροβοδίσω μέ ἀπορίες. Λένε λοιπόν οἱ πατέρες ὅτι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τόν παράδεισο ἀπό κακό τοῦ κεφαλιοῦ του, ἀπό τήν βιασύνη του νά γίνει θεός πρίν τῆς ὥρας του, μόνον ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά τοῦ δείξει τόν χαμένο δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Τόν δρόμο γιά νά γίνει, ἀληθινά, θεός, κάτι πού ἦταν ἐξ ἀρχῆς τό σκοπούμενο δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους μας, τό δῶρο τῆς πραγματικῆς ζωῆς, αὐτῆς πού ξεκινάει ἀπό δῶ καί θάνατο δέν γνωρίζει. Καί τί θά πεῖ νά γίνει κάποιος θεός; Νά μοιάσει τοῦ Θεοῦ! Αὐτή εἶναι ἡ ὁμοίωση πού λέμε. Μά γιά νά γίνει κανείς θεός πρέπει νά γίνει πρῶτα πλήρης καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, ἀκέραιος ἄνθρωπος, χωρίς νά τοῦ λείπει τίποτε ἀπό αὐτά πού τόν κάνουν ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἕνας πλήρης ἄνθρωπος… Ἔκανε μία παύση καί συνέχισε: ἀλλά καί πλήρης Θεός γιά νά μήν ξεχνιόμαστε. Ἄνθρωπος λοιπόν κι ὄχι ἀνθρωπάκι, ὄχι ἐξελιγμένο θηλαστικό, ὅπως εἴμαστε ἐσύ κι ἐγώ.

—Ναί ἀλλά γιά τόν Χριστό κάτι τέτοιο ἦταν εὔκολο, μιάς καί ἦταν ἤδη Θεός. Μέ μᾶς ὅμως πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό;

—Μά γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος. Γιά νά καταλάβει στό πετσί του καί ἀπό πρῶτο χέρι πόσο δύσκολα μπορεῖ πλέον ἕνας ἄνθρωπος νά γίνει θεός. Γιά νά μάθει ἐμπειρικά τί ἀπαιτήσεις μπορεῖ νά ἔχει κανείς ἀπό ἕνα τέτοιο ξεπεσμένο καί χαλασμένο πλᾶσμα,  πόσα μπορεῖ νά τοῦ ζητήσει νά κάνει καί πόσα νά τοῦ συγχωρήσει, πού δέν μπορεῖ. Πῆρε μίαν ἀνάσα καί συνέχισε: ἄ… καί κάτι ἀκόμη! Ὅσον ἀφορᾶ τό πόσο εὔκολο ἦταν τελικά γιά τόν Χριστό νά γίνει ἄνθρωπος, νά σοῦ βροῦμε κι ἐσένα ἕναν Καϊάφα, ἕναν Πόντιο Πιλᾶτο, δυό ξύλινα δοκάρια καί μερικές ταβανόπροκες, νά δοῦμε πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκος, πού σέ πιάνει λιγάκι ἡ μέση σου καί κλαίγεσαι ὁλημερίς κι ὁλονυχτίς. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, σοῦ ἔλυσα καμιάν ἀπορία;

—Χμμμ, δέν θά τὄλεγα. Μοῦ ἔδωσες ὅμως τροφή γιά σκέψη.

—Καλή χώνεψη τότε!

Σηκώθηκα νά φύγω, μά κοντοστάθηκα μιά στιγμή…

—Ἄ καί κάτι ἄλλο γέροντα… νά τά κόψω δηλαδή τά δέντρα, τά στολίδια καί τά λαμπιόνια στό σπίτι; Τά μελομακάρονα καί τούς κουραμπιέδες ἴσως;

—χαχαχα… ὄχι τόσο ἀπότομα εὐλογημένε. Μήν σέ περάσουν καί γιά τρελό. Ἀγάλι -ἀγάλι γίνεται ἡ ἀγουρίδα μέλι, κι ἔχουμε καιρό ἀκόμη γιά ν᾽ἀποτρελαθοῦμε ἐντελῶς ἀπό ἔρωτα. Μήν τούς δίνεις ὅμως καί κάποια ἰδιαίτερη σημασία.

—Καλά Χριστούγεννα γέροντα, εἶπα χαμογελαστός κι ἀνακουφισμένος, πού δέν θἄπρεπε νά ξεστολίσω τό δέντρο καί τίς διάφορες γιρλάντες ἀπό τά μπαλκόνια. Θά σᾶς ξανάρθω σέ λίγες μέρες.

—Καλά Χριστούγεννα Κωνσταντῖνε. Κι ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ νά σ᾽ εὕρει πιό γρήγορα ἀπό ὅ,τι περιμένεις. Καί κοίτα… μήν ξεχάσεις, ὅταν ξανάρθεις, νά μοῦ φέρεις κι ἐμένα κανα μελομακάρονο τῆς προκοπῆς! Δύο βδομάδες σχεδόν “κατάλυσιν εἰς πάντα” ἔχουμε μετά τά Χριστούγεννα.-