107 χρόνια μετά

μια αναδρομή και μια πρόταση

για να μην έχουμε μόνο να λέμε…

 

 

 

 

Τα δύο άξια τέκνα του Καντονιού της Γενεύης, γόνοι οικογενειών πρωτοπόρων, πρωτοπόροι και οι ίδιοι σε πολλές τέχνες κι επιστήμες, οι François-Frédéric/Fred Boissonnas και Daniel Baud-Bovy, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του Ιουλίου του 1913. Επέλεξαν να ξεκουραστούν και να ανασυγκροτηθούν στην Θεσσαλονίκη, να εκμεταλλευθούν τις παροχές της πόλης στην επικοινωνία με την υπόλοιπη Ευρώπη, προκειμένου να στείλουν τις ανταποκρίσεις τους στις ευρωπαϊκές εφημερίδες και τα περιοδικά που χρηματοδοτούσαν την δεύτερη “εκστρατεία”
του Boissonnas στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και της Κριμαίας, των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της νότιας απόληξης της Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και τους πολέμους τους. Ταυτόχρονα κι όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, θα “γέμιζαν” τις μέρες της ανάπαυλας με εξορμήσεις στις κοντινές περιοχές για κάτι που συνδύαζε την περιήγηση, την φωτογράφιση, την λαογραφία και την εξερεύνηση. Πρώτος προορισμός: Όλυμπος.

Έφτασαν στο λιμανάκι των Αγίων Θεοδώρων της Γρίτσας, το μεσημέρι της 28ης Ιουλίου 1913. Λίγο αργότερα στο Λιτόχωρο αναζήτησαν οδηγούς και αχθοφόρους. Λίγοι ξεθαρρεμένοι και πιο ανοιχτόμυαλοι απ’ τους υπόλοιπους, κυρατζήδες οι περισσότεροι, δέχτηκαν τελικά να οδηγήσουν τους ξένους, αν και το πρόβλημα της επικοινωνίας ήταν σημαντικό. Γρήγορα ένας αεικίνητος ξεχώρισε. Η 30η Ιουλίου τους βρίσκει στα υψίπεδα. Η πρώτη απόπειρα να κατακτήσουν την “Κορυφή της Νίκης”, την 1η Αυγούστου, ημέρα της εθνικής γιορτής των Ελβετών, αποτυγχάνει. Ο Όλυμπος αντιστέκεται και οι -και έμπειροι αλπινιστές- Ελβετοί, αλλά και οι ντόπιοι οδηγοί τους το καταλαβαίνουν. Οπισθοχωρούν και περνούν την βραδιά με τους κυρατζήδες-κυνηγούς στις παρυφές του Μαυρόλογγου, τραγουδώντας το La Suisse est belle. Εμψυχωμένοι και με καλύτερο σχεδιασμό, έχοντας εντοπίσει και το λάθος στόχο της προηγούμενης μέρας, με τον 33χρονο Χρήστο Κάκαλο να οδηγεί και να κατανοεί τις ανάγκες πριν καν εκφραστούν, η πρώτη ιστορική ανάβαση στον Μύτικα είναι γεγονός το απόγευμα της 2ας Αυγούστου 1913. Πανηγυρίζουν, φωτογραφίζουν, καταγράφουν το γεγονός σε ένα επιστολόχαρτο του Daniel Baud-Bovy, το κλείνουν σ’ ένα μπουκάλι μαζί με μια ελβετική σημαία, τα σκεπάζουν με πέτρες και τα αφήνουν στην κορυφή που μόλις κατέκτησαν. Φεύγουν βιαστικά και, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’30, επιστρέφουν σε κάθε ευκαιρία και πρόσκληση για να συναντήσουν ξανά τους ολύμπιους φίλους τους και την “Κορυφή της Νίκης”, την παρ’ ολίγο κορυφή “Βενιζέλος” και τελικά την κορυφή “Μύτικας”.

Η άποψη της ΕτΟ

Εκατόν επτά χρόνια μετά, η πρώτη καταγεγραμμένη ανάβαση στο Μύτικα, αναβιώνει -όπως κάθε χρόνο- στο μυαλό, την καρδιά και τα γραπτά όλων μας. Στον χώρο που συνέβησαν τα γεγονότα του Αυγούστου του 1913, τα σχετικά με την διαπιστωμένη κατάκτηση του Ολύμπου, ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν που να καταμαρτυρούν την γοητευτική αυτή ιστορία. Ευτυχώς, η σημαία, η γραπτή μαρτυρία και το μπουκάλι της 2ας Αυγούστου 1913 σώζονται ακόμα στο μουσείο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης, στην Αθήνα.

Είχαμε κάποτε, στο κέντρο του Λιτοχώρου, σ’ αυτήν την -ουσιαστικά- ανώνυμη πλατεία μας, ένα αξιοπρεπές σιντριβάνι. Χωρίς κανείς να ρωτηθεί, τώρα πια έχουμε ένα ακαλαίσθητο παρδαλούδι που ούτε σιντριβάνι είναι πια, ούτε καν ομορφαίνει τον χώρο. Είναι καιρός να δημιουργήσουμε το μνημείο των τριών -ή και περισσότερων- κατακτητών της 2ας Αυγούστου 1913 και να ‘ναι το μνημείο αυτό ελβετικής αισθητικής κι όχι ελληνικό καρκατσουλιό και να το φροντίσουμε αυτό, ξεπερνώντας την μόνιμη κακογουστιά μας, την γονιδιακή -πια- διαπλοκή και διαφθορά και να αποκτήσουμε ένα μνημείο αντάξιο του Ολύμπου και των Ελβετών φίλων μας και των ντόπιων πρωτοπόρων. Να συμβάλλουν όλοι σ’ αυτό. Όλοι. Και στα εγκαίνια να καλέσουμε και τις οικογένειες των δύο εξερευνητών, να τραγουδήσουμε μαζί τους το La Suisse est belle και να τους φιλέψουμε Augustweggen, φτιαγμένο με την αγάπη μας και τα καλύτερα υλικά μας, στην Πλατεία της 1ης και της 2ας Αυγούστου. Και να εγκαταστήσουμε μια γέφυρα που μόνο ανυστερόβουλα χρήσιμη θα είναι.