Τσίπ’ρα, τσάνγκαρ

κι κουπάνα

real life’s real stories

 

 

Είμιστι σκασμέν΄ μι τουν κουρουνοϊό και επροψέ είπαμι να φκιάσουμι μια βόλτα, μια ντιβιρλίγκα. Μια μίνι πιριουδεία που λεν΄ βρε πιδάκι μου, πουλιτικά κουλουνακίου. Όπους πιρνούσαμι απ’ τα Πλατανάκια, λέμι “δεν βάνουμε κι ένα ρακί;”… “και δεν βάνουμι;”, απαντάμι και οι ντυο μαζί. Κι εβαλάμι.

“Ένα κι στου σπιτ’” είπαμι με το που εκατσάμι…. αν και ήτο διδουμένο ότι ντυο θα βάναμε, αφού ντυο είμαστουν. Ήταν κι κατ’ αλλ΄ γύρω-γύρω, “γεια σας πιντιά, γεια σας κι σας”, δεν θα έβαναν κι αυτοί;;;  Ε έβαλαν…

 Του δέ΄θ’κα γιατί είμαν και μι πουλιτικό πρόσωπου και μη χαλάσω τ’ν δημοκρατία κι μι πει καμιά μέρα “με αποκόβ’ς απ’ του λαό…”, άσι που είχα κι ιγώ να κάμου καναμπόσις αναλύσεις, απ’ αυτές τ’ς θ’κες που έχ΄ν μιγάλ΄ πιτυχησιά. Τέλος τουν πάντουν, βάλε ι ένας, βάλι άλλους… γέν’καμε τάπα. Τιατιά. Σχεδόν λεσ’…

Σ’κωνομέστι να φύγουμι… το όχημα να μην τσακμακάει… Κατιβάζ΄ τα πρώτα τα καντήλια ι μπράτιμους κι μι λέει:

— Γιανν’… πήγαινι πίσου κι σμπρώξι γιατί απόμναμε απού μπαταρία…

Τι να φκιάσω, τι να μολογήσω… παένω πίσω, σμπρώχνω μαναχός, είχι κι λίγου κατήφουρο, …του “σκάζ΄” ι μπράτ’μους μι διυτέρα… δεν παίρν’. Πάν’ στα δεύτιρα καντήλια, πιρνούσι ένας καλός, βγάν’ τα καλώδια να το βάλουμι μπρουστά, χα από δω, χα απο κει,… πήρι. Ιντάξ΄, λέου… τ’ν σκαπούλαράμι. Δώσ’ του ι μπράτιμους να γκαζών΄να μην τουν σβησ΄… πως έγινι, τι έφκιασι, δεν προφτάσ΄κα να δω, ώσπου να τουν δω … παίρνει μια φόρα, χα κασιά δω, χα κασιά κει, … τσάνγκαααρρρρ… κουπανάει σε έτερον όχημα τυχαίως περαστικόν κι ως να το σ’μαζώξ’ παέν΄ κι κουπανάει και σι άλλο έτερον όχημα σταθμευμένο που λέμι.

Τα καντήλια να παν’ ρουδάν’, ιγώ να δαγκώνουμι, τέλους πάντουν, βγήκαν οι ανθρώπ΄, είδαν και τουν μπράτ’μο τουν ηγέτ΄ τουν τουπικόν …κάπους κάλμαραν. Να απού δω-να απού κει, τα σ’μαζωξάμι ούλα κι τιφτίκια κι ασφαλιστικά θέματα κι γίνκαμι μπουχός μη και μας δει κάνα μάτ΄. Κι ιυτυχώς δηλαδή ξεντιαλέθκαμε χουρίς αστυνουμίες κι ινουματάρχες…

Είπαν κι τα θύματα τ΄ς ιπιθέσεως “ε καλά, αφού τα αναλαμβάνιτι… τι να πούμι;” κι τώρα ι μπράτιμ’ς μου ου ηγέτ’ς θε να τα πιτρικιάσ’ ούλα. Αυτός θα τα πληρώσ’, του κράτους θα τα πληρώσ’… τι να σας πω. Ιγώ πάντους εις του ιξής… ούτε τσίπ’ρα, ούτι το καλό τ’ς. Μέσα, καραντίνα κι κάνα ουίσκ’ μαναχός κι σίγουρος. Και τσίπ’ρα ξανά μόνο μι μπαταρίις γιμάτις και στ’ μέσ’ στου Ξηρουκάμπ’. Ανάθιμα και τα τσίπ΄ρα κι του καλόν τ΄ς αντάμα. Αυτά.

 

σημ.ΕτΟ: η συνωνυμία με τον αφηγητή του περιστατικού είναι πλήρως  τυχαία.-