Ή στο Διδυμότειχο

ή στην Ορεστιάδα

ακόμα δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω…

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    Ο πατέρας μου είχε τρέλα με τον Βουτσά, θεωρούσε ότι του έμοιαζε και στα νιάτα του και όσα μεγάλωνε. Εγώ πάλι δεν θα έχανα ευκαιρία να δω από κοντά τον δράκουλα των Εξαρχείων τον ίδιο. Κι έτσι, βρεθήκαμε μια βραδυά προχωρημένης άνοιξης να βλέπουμε Μολιέρο.

Στα σύνορα. Σ’ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, με μια πρόχειρη σκηνή με μόνα παρασκήνια την πλάτη της, που η είσοδος και η έξοδος των ηθοποιών στην/από την σκηνή γινόταν από μια μικρή σκάλα στο ένα πλευρό της και -ως κίνηση- ενσωματωνόταν σιγά-σιγά στην σκηνοθεσία της παράστασης. Το μοναδικό του …ανοιχτού θεάτρου συμπληρωνόταν από δεκάδες τενεκεδάκια που είχαν ζώσει το -ξερό- γήπεδο και κάπνιζαν πολεμώντας απίστευτα σμήνη κουνουπιών που ορμούσαν σε μάτια, μύτες, αυτιά, παντού. Μη με ρωτήσετε τι έκαιγαν για την παραγωγή του σωτήριου νέφους… αντικουνουπικό σε συσκευασία σίγουρα δεν ήταν.

Ως να περάσουν πέντε λεπτά της παράστασης, είχαμε ξεχάσει τα πάντα. Και τα τενεκεδάκια και τα κουνούπια. Και την ζέστη, την μυρωδιά απ’ το ποτάμι που λίμναζε δίπλα κι όλα τα σχετικά. Βυθιστήκαμε τόσο που γελούσαμε με συγχρονισμό διαστημικής αποστολής, 500 πάνω-κάτω θεατές. Οι επεμβάσεις και η άνεση στις επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο ήταν εμφανείς, αλλά έχω ακόμα την αίσθηση ότι κι ο Μολιέρος ο ίδιος δεν θα τολμούσε να απαιτήσει προσήλωση στο πρωτότυπο. Ο βετεράνος πρωταγωνιστής και ο ροκ δεύτερος έμπαιναν και έβγαιναν με τόση ταχύτητα στο πραγματικό κείμενο και με τόσους τρόπους και αφορμές που δεν ήταν πια παράταση Μολιέρου, αλλά μια συνεχόμενη διασκευή ανά παράσταση. Μακάρι να έχει κάπου διασωθεί…

Τεσπά, γελάσαμε, ιδρώσαμε, φχαριστηθήκαμε κι όταν τέλειωσε, ο δικός μου δεν θα έχανε την ευκαιρία να χαιρετήσει τον Βουτσά και ήξερε τον τρόπο: “άσε να περάσουν όλοι και θα πάμε τελευταίοι…” Και πήγαμε. Κι ο δικός μου έπιασε να μιλά με τον Βουτσά για το από πότε τον παρακολουθεί και για την ταινία στην Κατερίνη κι άλλα πολλά κι εγώ έμεινα μπροστά στο Τζούμα, ίσα να γνέφω με το κεφάλι σε χαιρετισμό.

  • Σας άρεσε το έργο;

  • Ναι πολύ, κε Τζούμα… Σας περιμέναμε να ‘ρθειτε στη Θεσσαλονίκη για τον “Δράκουλα των Εξαρχείων”, αλλά …

  • Αχ ναι κι εγώ το ήθελα πολύ… αλλά… υποχρεώσεις…. και τελικά στη Θεσσαλονίκη γίνονται καλύτερα πράματα. Ξενύχτι με σινεμά, κουλούρι και τυρί, “κράξιμο”, ομάδες και περιοδικά…!!! Ακούτε, κε Βουτσά; η πατρίδα σας πρωτοπορεί, off Broadway κι ακόμα καλύτερα.

Είπαμε μερικά ακόμη, ξεκόλλησα τον πατέρα μου απ’ τον Βουτσά και φύγαμε. Και ξαναγυρίσαμε στον κόσμο που αφήσαμε πίσω μας για δυο ώρες, σα να άνοιξε μια τρύπα και βγήκαμε σ’ έναν κόσμο ωραίο, ποιητικό, με μορφές που γινόταν όλες γκροτέσκες χάρις στον Τζούμα, ανθρώπινο βαθιά κόσμο, αληθινό αν και “παιγμένο”… με μια ελαφρά υποψία (σ)βουνιάς. Για να μην ξεχνιόμαστε και ξεφεύγουμε. Και μπήκαμε τόσο πολύ στο όλο θέ(α)μα που ακόμα και τώρα δεν είναι σίγουρος αν είδαμε το “Κατά Φαντασίαν Ασθενής”, το “Γιατρός με το στανιό” ή κάτι άλλο. Αν ήταν στο Διδυμότειχο ή στην Ορεστιάδα.

Rest in your naturally glorious peace, our last dundee.