Επί τη επετείω

του μεγαλύτερου εγκλήματός σας, προδότες

κι ας ξεχνάνε οι στρατηγοί, οι μονίμως επιζήσαντες απ’ όλες τις μάχες…

 

 

Στο δυτικό άκρο του Πενταδάκτυλου είδα με τα μάτια μου ορύγματα μάχης με κορμιά διαμελισμένα και όπλα και πυρομαχικά που ο χρόνους τα ‘κανε σαν ρηχούς, ανοιχτούς τάφους, με κατακάθια τα οστά ανάκατα με σκουριασμένα υλικά πολέμου, κάννες που έσκασαν σε αυτοσχέδια γλυπτά ανείπωτης φρίκης, ύψιστης κατάρας. Κατάρας για τους προδότες που -μη μπορώντας άλλο τι να κάνουν για να πετύχουν την προδοσία τους- άφησαν τα τέλεια θύματά τους, χωρίς πυρομαχικά. Ο Αττίλας έβγαινε στην ακτή κάτω απ’ τα πόδια τους, με κάθε τους βολή των ελαφρών τους όπλων, έστελναν πίσω τους Πέρσες στα καράβια τους, ούτε 300 αυτοί, ούτε ίσως 30 καν, σε κείνον τον άλλο κόσμο τους καθήκοντος που το μάτι βλέπει καθαρά μόνο μέσα απ’ το σκόπευτρο. Σε όλα τ’ άλλα είναι θολό, δεν θέλει να βλέπει τίποτα απ’ αυτά που είναι ήδη πίσω, παρελθόν. Θολωμένο απ΄την απόφαση ότι η ζωή κι κόσμος τούτος είναι ήδη παρελθόν…

44 χρόνια ατιμωρησίας μετρά το μεγαλύτερο έγκλημα όσων από το 1826 ακόμα κι αδιάλειπτα έκτοτε, καταφέρνουν να καταστρέφουν την πατρίδα, με χρόνο κι ευκαιρία που τους δίνει ο πατριωτισμός τους, το “ένδυμα” του φανατισμού και του φασισμού τους.

Μικρές ανάπαυλες ακολουθούν τις τεράστιες καταστροφές που προκαλούν, τους πάνε πίσω και μετά, είτε σε καιρούς ευμάρειας ή σε χρόνια βαθιάς κρίσης, ξαναεμφανίζονται, είναι το ίδιο αγράμματοι κι ακαλαίσθητοι, το ίδιο πατριδοκάπηλοι, το ίδιο ανεγκέφαλοι, με μίσος ακόμα πιο σκοτεινό για τους απέναντι που έχυσαν αίμα πραγματικό για να σταματήσουν το προηγούμενο κύμα τους, το ίδιο ισχυροί απ’ το λαϊκισμό που τρέφεται με εισαγόμενα δολάρια ή ρούβλια ή κι όλα τα νομίσματα του πλανήτη. Κι είναι το ίδιο, λίγο φασίστες στην αρχή και μετά όλο και περισσότερο, όλο και πιο πολύ, ως να μην υπάρχει αντίθετη φωνή ή να ‘ναι χαμένη σε υπόγεια και σε ταράτσες, σε Μπουμπουλίνες και σε μακρονήσια. Σε παιδιά φουστανελοφορεμένα που τους χαϊδεύουν τα αθώα κεφάλια τους υπουργοί με εντολές έξωθεν.

Τέτοιες μέρες πάει το μυαλό μου στους Κυπρίους.

Όχι τους Ελληνοκύπριους ή τους Τουρκοκύπριους.
Ούτε στους Έλληνες ή τους Τούρκους.

Στους Κύπριους.

Σαν τον “Εν ν’ αλλάσεις τ’ όνομά σου, σιορ”-Μακάριο.

Σαν τον Αλκίνοο.

Σαν τον Τάκη.

Σαν τον Σενέρ (Λεβέντ/”όνομα και πράμα”).

Κι είναι η μία απ’ τις τρεις μέρες του χρόνου που ανάβω κερί σε κείνο το εκκλησάκι του Δαυλού και με σφιγμένα δόντια σε παρακαλώ να φανείς αν υπάρχεις και να πιάσεις πάλι να μιλάς μ’ αγάπη στα θύματα και να μαστιγώσεις όσους παρερμήνευσαν το νόμο σου για να ‘χουν πάγκους σαράφικους και πούγκες με μπακίρα, να την πετούν ίσια πάνω στο καζαντί και τες μπυραρίες της σαπίλας τους…

Τέτοιες μέρες όμοιες με τη σημερινή, έχει κι ο Νοέμβρης, με το Πολυτεχνείο του.

Κι ο Απρίλης με την “Κατάσταση”.

Κι ο Σεπτέμβρης με το Γεωργάκη.

Κι ο Οκτώβρης με τη “Λωζάνη” του.

Κι ο Μάρτης με το ελικόπτερό του.

Όλος ο χρόνος είναι γεμάτες τέτοιες μέρες.

Φτάνει να θες να θυμάσαι.

Να μην ξεχνάς.

Να μη χάνεις το λογαριασμό.

Να μην έχει τόπο να σταθεί ο εν αποστρατεία στρατηγός που βγήκε σήμερα, όχι χθες, ούτε τον Δεκαπενταύγουστο, να δηλώσει ότι αμούστακοι φαντάροι και ηρωικοί αξιωματικοί έπεσαν σαν σήμερα προδομένοι, χωρίς να θυμάται ποιοι τους πρόδωσαν… Λες και τους πρόδωσαν εξωγήινοι “άγνωστοι εις τας υπ’ ημάς υπηρεσίας”…

Τάκη, να ‘σαι καλά που με δυο λόγια μ’ έβγαλες απ’ το θυμό του μνήμονος.

Σήμερα δεν έχω λόγια. Σήμερα πενθώ.
Και κλαίω γιατί μπορούσαμε καλύτερα. Μα πιο πολύ φοβάμαι πως οι πατημασιές μας, δεν μας βγάζουν σε ξέφωτο.
Χρειαζόμαστε επειγόντως Αρετήν και Γνώσιν.

Τ.Χ., 20.7.2018

 

Που βόηθησες να τιμήσω την επέτειο με τη γαλήνη που αρμόζει σε τόσο μεγάλη προδοσία και τα τόσο τραγικά θύματά της. Είναι σα να πρωτοαντικρύζω το ξωκκλήσι του Δαυλού…
Ναι, η Ελευθερία είναι η απάντηση σε όλα.
Ένει μουζουρού πεντάμορφη που απαιτεί αρετή και γνώση, με κάθε ανάσα, κάθε λεπτό.

Την είδα να βγαίνει απ’ τα κόκκαλα που ξασπρίζουν στον ήλιο, εκεί, στο άκρο του Πενταδάκτυλου. Ως ακαταμάχητη διαθήκη των αμούστακων που επένδυσαν την τελευταία τους ώρα για να βλέπουν ένα μόνο, πολύ καθαρά, με τα πιο θολωμένα και χαμένα μάτια: το στόχο.

Να μην περάσουν. Να μη χαθεί η λευτεριά…

Πέμπω σου θκιο τραγούδια γιατί άλλον δεν έχω σημαντικότερον.

Εν να ξαναβρεθούμε.

Μια μέρα..